Το "overbade" είναι ρήμα.
/oʊvərbeɪd/
Η λέξη "overbade" σημαίνει να προσφέρει ή να διατάξει υπερβολικά, συχνά σε συμφραζόμενα δημοπρασιών ή τιμών. Χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή γλώσσα και δεν είναι ευρέως διαδεδομένο. Η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή σε νομικά ή οικονομικά συμφραζόμενα.
Ο δημοπράτης συνειδητοποίησε ότι είχε υπερβολικά προσφέρει την προηγούμενη προσφορά.
In the excitement of bidding, she accidentally overbade and committed to a much higher price than intended.
Η λέξη "overbade" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε γραπτά συμφραζόμενα μπορεί να συναντηθεί σε συγκεκριμένα νομισματικά ή δημοπρατικά συμφραζόμενα.
Οι δημοπράτες προσπαθούσαν να μην υπερβολικά προσφέρουν έναντι του άλλου, διατηρώντας μια σεβαστή απόσταση.
When the competitive atmosphere increased, many participants found themselves overbading unintentionally.
Η λέξη "overbade" προέρχεται από το πρόθημα "over-" (σημαίνει πάνω από ή υπερβολικά) και το ρήμα "bid" (προσφορά ή διαταγή). Το "bade" είναι το απλό παρελθόν του "bid".