Overdefined είναι επίθετο.
/ˌoʊ.vər.dɪˈfaɪnd/
Η λέξη overdefined αναφέρεται σε κάτι που έχει οριστεί ή καθοριστεί υπερβολικά, συνήθως αναφερόμενη σε προγραμματισμό, μαθηματικά ή φιλοσοφία, όπου οι προϋποθέσεις ή οι κανονισμοί είναι τόσο περιοριστικοί που περιορίζουν την ευελιξία ή την εφαρμογή του. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε ακαδημαϊκά πλαίσια, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο τύπος ήταν υπεραναγνωσμένος και προκάλεσε σύγχυση στους μαθητές.
In software development, an overdefined interface can lead to unnecessary complexity.
Στην ανάπτυξη λογισμικού, μια υπερευρύτερη διεπαφή μπορεί να οδηγήσει σε περιττή πολυπλοκότητα.
The legal terms in the contract were overdefined, making it difficult to interpret.
Η λέξη overdefined δε χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που εκφράζουμε υπερβολικές ή περιοριστικές συνθήκες.
"Η ύπαρξη πάρα πολλών κανόνων σε ένα έργο μπορεί να οδηγήσει σε έναν υπεραναγνωσμένο σκοπό."
"When the policy was overdefined, employees felt restricted in their creativity."
"Όταν η πολιτική ήταν υπεραναγνωσμένη, οι υπάλληλοι ένιωθαν περιορισμένοι στη δημιουργικότητά τους."
"The study revealed that overdefined parameters hinder effective research."
Η λέξη overdefined προέρχεται από την πρόθεση "over-", που σημαίνει "πάρα πολύ" ή "υπερβολικά", και το ρήμα "define", που σημαίνει "καθορίζω", συνεπώς η λέξη συνοψίζει την έννοια του "υπερβολικά καθορισμένου".
Συνώνυμα: - Overspecified - Overelaborate
Αντώνυμα: - Underdefined - Vague
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σφαιρική εικόνα της λέξης overdefined, καλύπτοντας διάφορες πτυχές της.