Η λέξη "overfed" είναι ρήμα (past participle) που προέρχεται από το ρήμα "feed". Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "overfed" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈoʊvərˌfɛd/.
Η λέξη "overfed" αναφέρεται στην κατάσταση όπου ένα άτομο ή ζώο έχει λάβει υπερβολική τροφή, στην οποία η πρόσληψη τροφής είναι μεγαλύτερη από τις ανάγκες του οργανισμού του. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή διατροφικά συμφραζόμενα και αναφέρεται σε προβλήματα όπως η παχυσαρκία ή άλλες διατροφικές διαταραχές.
Χρησιμότητα στη Γλώσσα:
Η λέξη "overfed" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται πιο συχνά σε ιατρικά ή επιστημονικά κείμενα.
Ο σκύλος είχε υπερφαγεί και έγινε τεμπέλης.
Many children today are overfed, leading to health issues.
Πολλά παιδιά σήμερα είναι υπερφαγμένα, οδηγώντας σε προβλήματα υγείας.
The livestock were overfed to maximize profits.
Η λέξη "overfed" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για τη δημιουργία εκφράσεων που αναφέρονται σε πλεονάσματα και ανθυγιεινές συνήθειες. Ακολουθούν μερικές ενδεικτικές προτάσεις:
Η υπερβολική διατροφή οδηγεί σε καθιστική ζωή.
Overfed pets often become very unhealthy.
Τα υπερφαγμένα κατοικίδια συχνά γίνονται πολύ ανθυγιεινά.
An overfed society struggles with obesity.
Μια υπερφαγμένη κοινωνία αγωνίζεται με την παχυσαρκία.
Overfeeding children can result in lifelong health problems.
Η λέξη "overfed" αποτελείται από το πρόθεμα "over-" που σημαίνει "υπερβολικά" και το ρήμα "feed", το οποίο προέρχεται από την αρχαία Αγγλική λέξη "fēdan", που σημαίνει "να θρέψει" ή "να δώσει τροφή".
Συνώνυμα: - Overeaten (υπερφαγμένος) - Saturated (κορεσμένος)
Αντώνυμα: - Undernourished (υποσιτισμένος) - Starved (πεινασμένος)