Overfolding είναι ένα ρήμα.
/ˌoʊvərˈfoʊldɪŋ/
Η λέξη overfolding αναφέρεται στη διαδικασία ή πράξη του να διπλώνεις κάτι υπερβολικά ή περισσότερες φορές από ό,τι είναι απαραίτητο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται σε τεχνικά ή κατασκευαστικά συμφραζόμενα. Η χρήση της αγγλικής γλώσσας δείχνει ότι πρόκειται για πιο εξειδικευμένη ή λιγότερο συχνή λέξη, άρα δεν χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο σε σχέση με το γραπτό πλαίσιο.
The engineer noticed that the overfolding of the paper would cause it to tear.
(Ο μηχανικός παρατήρησε ότι το υπερδίπλωμα του χαρτιού θα το έκανε να σκιστεί.)
Overfolding can lead to complications in the assembly process.
(Το υπερδίπλωμα μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές στη διαδικασία συναρμολόγησης.)
Η λέξη overfolding δεν είναι συνήθως παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο τεχνικά ή ερευνητικά συμφραζόμενα.
"In this technique, overfolding often results in a flawed outcome."
(Σε αυτήν την τεχνική, το υπερδίπλωμα συχνά οδηγεί σε ελαττωματικό αποτέλεσμα.)
"He warned against overfolding materials when preparing for the presentation."
(Τόνισε να αποφεύγεται το υπερδίπλωμα υλικών κατά την προετοιμασία για την παρουσίαση.)
"Overfolding might create additional stress on the structural integrity."
(Το υπερδίπλωμα μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον πίεση στην δομική ακεραιότητα.)
Η λέξη προέρχεται από την αγγλική λέξη “fold” (διπλώνω) με το πρόθημα "over-", που σημαίνει "περισσότερο από το κανονικό".
Συνώνυμα: doubling, folding excessively
Αντώνυμα: unfolding, straightening