overfueling: ρήμα (gerund)
/ˌoʊ.vər.fjuː.lɪŋ/
overfueling αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία παραγίνεται ή καταναλώνεται περισσότερη καύσιμη ύλη από την απαραίτητη για την ορθή λειτουργία μιας μηχανής ή ενός συστήματος. Συχνά σχετίζεται με κινητήρες αυτοκινήτων ή άλλες μηχανές όπου το πλεόνασμα καυσίμου μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην απόδοση και την εκπομπή ρύπων. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε τεχνικό και επιστημονικό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε συζητήσεις σχετικές με τη μηχανολογία και την οικονομία των καυσίμων.
Ο μηχανικός με προειδοποίησε για τους κινδύνους της υπερκαυσίμωσης του αυτοκινήτου μου.
Overfueling can lead to inefficient engine performance.
Η υπερκαυσίμωση μπορεί να οδηγήσει σε αναποτελεσματική λειτουργία του κινητήρα.
To avoid overfueling, ensure your fuel injection system is properly calibrated.
Η υπερκαυσίμωση μπορεί πραγματικά να επηρεάσει την απόδοση του καυσίμου σας.
He's been overfueling his vehicle since the last service.
Έχει υπερκαύσει το όχημά του από την τελευταία συντήρηση.
To avoid overfueling repercussions, regular maintenance is essential.
Για να αποφευχθούν οι συνέπειες της υπερκαυσίμωσης, η τακτική συντήρηση είναι απαραίτητη.
The engine light turned on due to overfueling issues.
Το φωτάκι του κινητήρα άναψε λόγω προβλημάτων υπερκαυσίμωσης.
Overfueling is a common problem in older vehicles.
Η υπερκαυσίμωση είναι ένα συχνό πρόβλημα σε παλαιότερα οχήματα.
We need to check for signs of overfueling during the inspection.
Η λέξη overfueling προέρχεται από το αγγλικό πρόθεμα “over-”, που σημαίνει “υπερ” και τη λέξη “fuel” που σημαίνει “καύσιμο”. Ενώνεται με το ρήμα “fuel” για να δηλώσει την υπερβολική παροχή καυσίμου.
Συνώνυμα: - υπερκατανάλωση καυσίμου - υπερφόρτωση καυσίμου
Αντώνυμα: - υποκαυσίμωση - ανεπαρκής καύση καυσίμου