oversight: Ουσιαστικό
/ˈoʊvərˌsaɪt/
Η λέξη oversight αναφέρεται κυρίως στη διαδικασία ή την κατάσταση της παρακολούθησης, της διαχείρισης ή της εποπτείας ενός έργου, μιας διαδικασίας ή ενός οργανισμού. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια παραβλεψία ή ένα λάθος που προκύπτει από τη μη προσεκτική παρατήρηση.
Η χρήση της στην αγγλική γλώσσα είναι συχνή, ειδικά σε επιχειρηματικά και διοικητικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις.
Η επιτροπή σχηματίστηκε για να παρέχει εποπτεία στο έργο.
His oversight resulted in a significant error in the report.
Η λέξη oversight χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την εποπτεία και την ευθύνη. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Ο διευθυντής έχει εποπτεία στην απόδοση της ομάδας.
To exercise oversight - to actively supervise or control something.
Ο οργανισμός μας πρέπει να ασκήσει εποπτεία για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς.
Lack of oversight - absence of supervision or management.
Το έργο απέτυχε λόγω έλλειψης εποπτείας από την ανώτερη διοίκηση.
Oversight committee - a group designated to oversee a particular area or project.
Η λέξη "oversight" προέρχεται από το Αγγλική "over" (πάνω) και "sight" (θέα), υποδεικνύοντας την έννοια της παρακολούθησης ή της θέασης από ψηλά ή από κάποια απόσταση.
Συνώνυμα: - supervision - management - surveillance
Αντώνυμα: - neglect - disregard - inattentiveness