Το "overspent" είναι ρήμα στον παρελθόντα χρόνο, που προέρχεται από το ρήμα "overspend".
/oʊvəˈspɛnt/
Η λέξη "overspent" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία κάποιος ξοδεύει περισσότερα χρήματα από όσα είχε προγραμματίσει ή από όσα μπορούσε να αντέξει. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και καταναλωτικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορική επικοινωνία σχετική με οικονομικές συζητήσεις.
I overspent on my vacation last month.
(Υπερκατανάλωσα στις διακοπές μου τον προηγούμενο μήνα.)
She realized she had overspent during the holiday season.
(Συνειδητοποίησε ότι είχε ξοδέψει υπερβολικά κατά την εορταστική περίοδο.)
After I overspent, I had to cut back on my expenses.
(Μετά που υπερκατανάλωσα, έπρεπε να μειώσω τα έξοδά μου.)
Η λέξη "overspent" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με τα οικονομικά:
"Don't overspend your budget."
(Μην υπερβαίνεις τον προϋπολογισμό σου.)
"I've overspent and now I'm in financial trouble."
(Έχω υπερκαταναλώσει και τώρα βρίσκομαι σε οικονομικά προβλήματα.)
"Trying to save money after I overspent is difficult."
(Το να προσπαθώ να εξοικονομήσω χρήματα μετά που υπερκατανάλωσα είναι δύσκολο.)
"Overspending can lead to debt."
(Η υπερκατανάλωση μπορεί να οδηγήσει σε χρέη.)
"If you continue to overspend, you will regret it later."
(Αν συνεχίσεις να υπερκαταναλώνεις, θα το μετανιώσεις αργότερα.)
"I need to track my spending better so I don't overspend."
(Πρέπει να παρακολουθώ καλύτερα τα έξοδά μου για να μην υπερκαταναλώνω.)
Η λέξη "overspent" αποτελεί σύνθεση του προθέματος "over-" που σημαίνει "υπερβολικά" και του ρήματος "spend" που σημαίνει "ξοδεύω". Ο συνδυασμός αυτός δείχνει την υπέρβαση στην ξοδέψιμο ποσό.
Συνώνυμα: - Exceeded - Spent too much
Αντώνυμα: - Spent wisely - Saved