Adjective (επίθετο)
/ˌoʊvərˈsʌtl/
Η λέξη "oversubtle" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι υπερβολικά ή επικίνδυνα λεπτό, διακριτικό ή αδιόρατο. Συχνά αναφέρεται σε ιδέες, υπονοούμενα ή χαρακτηριστικά που είναι εξαιρετικά δύσκολα να γίνουν αντιληπτά ή που δεν είναι προφανή. Η λέξη δεν είναι πολύ συνηθισμένη και σπανίως χρησιμοποιείται στο καθημερινό λόγο. Είναι πιο κοινή σε γραπτές αναλύσεις ή κριτικές όπου χρειάζεται μια πιο εκλεπτισμένη περιγραφή.
Τα επιχείρημά του ήταν τόσο υπερβολικά λεπτά που μόνο μερικοί κατάλαβαν το σημείο του.
The writer's oversubtle style made the book challenging to read.
Η λέξη "oversubtle" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω υπάρχουν μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν έννοιες σχετικές με την λεπτότητα ή την υπερβολική διακριτικότητα:
Είναι τόσο υπερβολικά διακριτικός που συχνά παραμένει απαρατήρητος.
"Oversubtle hints can lead to misunderstandings."
Υπερβολικά αδιόρατα υπονοούμενα μπορούν να οδηγήσουν σε παρεξηγήσεις.
"Her oversubtle charm sometimes makes it hard to gauge her true feelings."
Η λέξη "oversubtle" είναι σύνθετη και προέρχεται από την αγγλική λέξη "subtle," που σημαίνει λεπτός ή αδιόρατος, συνδυαζόμενη με το πρόθεμα "over-" που υποδηλώνει υπερβολή.
Συνώνυμα: - subtle (λεπτός) - refined (εκλεπτυσμένος) - elusive (αδιόρατος)
Αντώνυμα: - obvious (προφανής) - blatant (ξεκάθαρος) - coarse (χονδροειδής)