overtake: ρήμα
arrears: ουσιαστικό
overtake: /ˌoʊvərˈteɪk/
arrears: /əˈrɪrz/
overtake: προσπερνάω, ξεπερνάω
arrears: οφειλές, εκκρεμότητες
I want to overtake the competition this year in sales.
Θέλω να ξεπεράσω τον ανταγωνισμό φέτος σε πωλήσεις.
The company has many arrears in payments to its suppliers.
Η εταιρεία έχει πολλές οφειλές σε πληρωμές προς τους προμηθευτές της.
It is important to overtake your debts and not fall into arrears.
Είναι σημαντικό να ξεπεράσεις τα χρέη σου και να μην πέσεις σε οφειλές.
over είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια του "ξεπερνάω".
Over my dead body: I will never let that happen, not even if I have to die.
Πάνω από το πτώμα μου: Δεν θα το αφήσω ποτέ να συμβεί, ούτε καν αν χρειαστεί να πεθάνω.
Over the moon: Extremely happy.
Στα σύννεφα: Εξαιρετικά χαρούμενος.
Get over it: Move past a difficulty or obstacle.
Ξέχνα το: Ξεπέρασε μια δυσκολία ή εμπόδιο.
overtake:
Συνώνυμα: προσπερνώ, ξεπερνώ
Αντώνυμα: υπολείπομαι, καθυστερώ
arrears:
Συνώνυμα: καθυστερήσεις, χρέη
Αντώνυμα: πληρωμές, αποπληρωμές
Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον όρο "overtake arrears" και τις χρήσεις της στην αγγλική γλώσσα.