Ρήμα (Past participle of the verb "overtop").
/ˈoʊ.vər.tɒpt/
Η λέξη "overtopped" σημαίνει ότι κάτι έχει ξεπεράσει ή έχει υπερβεί ένα όριο ή άλλο αντικείμενο σε ύψος ή αξία. Χρησιμοποιείται συχνά στις περιγραφές φυσικών φαινομένων, όπως η βλάστηση που ξεπερνά άλλα φυτά, ή μεταφορικά σε περιπτώσεις όπου ένα άτομο ή ένα έργο ξεπερνά τις προσδοκίες.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση της είναι μέτρια και μπορεί να συναντηθεί τόσο σε προφορικούς όσο και σε γραπτούς λόγους, αν και οι γραπτές μορφές τείνουν να είναι πιο συχνές.
The floodwaters overtopped the banks of the river.
Η πλημμύρα υπερείχε των όχθεων του ποταμού.
Her talent overtopped that of her peers.
Το ταλέντο της ξεπέρασε αυτό των συνομηλίκων της.
Η λέξη "overtop" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προσαρμοστεί σε πιο γενικές φράσεις που υποδηλώνουν την ιδέα του να είναι κάποιος ή κάτι ανώτερος ή καλύτερος.
The new technology has overtopped older methods in efficiency.
Η νέα τεχνολογία έχει υπερβεί τις παλαιότερες μεθόδους στην αποδοτικότητα.
In terms of popularity, this movie has overtopped all the rest.
Στην δημοτικότητα, αυτή η ταινία έχει υπερβεί όλες τις υπόλοιπες.
Η λέξη "overtop" προέρχεται από την ένωση των προθέσεων "over" (πάνω) και "top" (κορυφή), υποδηλώνοντας την πράξη του να είναι πάνω από μια οροφή ή ένα ανώτατο σημείο.
Συνώνυμα: - Exceeded - Surpassed - Outstripped
Αντώνυμα: - Fell short of - Underperformed - Lagged behind