Pachysomia είναι ένα ουσιαστικό.
/pækɪˈsoʊmiə/
Η λέξη "pachysomia" δεν έχει άμεση μετάφραση στα Ελληνικά, αλλά αναφέρεται σε μια ιατρική ή βιολογική κατάσταση.
Η pachysomia αναφέρεται σε μια κατάσταση αυξημένης σωματικής μάζας ή πάχους, συχνά στο πλαίσιο του βιολογικού ή ιατρικού πεδίου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με τον υπερβολικό όγκο ή βάρος. Η χρήση της είναι σπάνια και κυρίως περιορίζεται σε ιατρικά κείμενα ή μελέτες.
Συχνότητα χρήσης: Είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα και επιστημονικές εργασίες παρά στον προφορικό λόγο.
"Η μελέτη για την παχυσομία αποκάλυψε νέες πτυχές των επιπτώσεων της παχυσαρκίας στην υγεία."
"Patients with pachysomia often face challenges in physical mobility."
Η λέξη "pachysomia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμπλέκεται σε κάποιες ιατρικές φράσεις ή όρους σχετικά με την παχυσαρκία, όπως:
"Η ζωή με την παχυσομία μπορεί να είναι μια καθημερινή πάλη για πολλούς ανθρώπους."
"Awareness about pachysomia is crucial for developing better public health initiatives."
"Η ευαισθητοποίηση σχετικά με την παχυσομία είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη καλύτερων δημόσιων εστιών υγείας."
"The correlation between diet and pachysomia has been a subject of extensive research."
Η λέξη "pachysomia" προέρχεται από την ελληνική λέξη "πάχος" (pakhys) που σημαίνει "παχύ" ή "παχυλός" και "σώμα" (soma) που σημαίνει "σώμα".
Συνώνυμα: - Παχυσαρκία (obesity) - Υπερβολικό βάρος (overweight)
Αντώνυμα: - Αδύνατο σώμα (thin body) - Λιγότερο βάρος (less weight)