Το "pachystosis" είναι ουσιαστικό.
/pəˌkɪs.təˈsɪs/
Η λέξη "pachystosis" αναφέρεται σε μια παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική πάχυνση, συνήθως σε ιστούς ή οργανικά μέρη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και βιολογικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε τεχνικές ιατρικές περιγραφές και κείμενα από ό,τι στον καθημερινό προφορικό λόγο.
The patient was diagnosed with pachystosis of the skin.
(Ο ασθενής διαγνώστηκε με παχυασθένεια του δέρματος.)
Pachystosis can lead to various complications if not treated properly.
(Η παχυασθένεια μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες επιπλοκές αν δεν θεραπευτεί σωστά.)
Researchers are studying the causes of pachystosis in plant tissues.
(Οι ερευνητές μελετούν τα αίτια της παχυασθένειας στους φυτικούς ιστούς.)
Η λέξη "pachystosis" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, καθώς είναι ιατρικός όρος. Παρόλα αυτά, σε ιατρικά ή βιολογικά συμφραζόμενα, μπορεί να συναφεί με περιγραφές για άλλες παρόμοιες παθολογικές καταστάσεις.
Pachystosis is a rarity but can be serious in some cases.
(Η παχυασθένεια είναι σπάνια αλλά μπορεί να είναι σοβαρή σε ορισμένες περιπτώσεις.)
Understanding pachystosis requires a multidisciplinary approach.
(Η κατανόηση της παχυασθένειας απαιτεί μια διεπιστημονική προσέγγιση.)
Awareness of pachystosis among healthcare providers is crucial.
(Η ενημέρωση για την παχυασθένεια μεταξύ των παρόχων υγειονομικής φροντίδας είναι κρίσιμη.)
Η λέξη "pachystosis" προέρχεται από το ελληνικό "pachys" (παχύς, που σημαίνει "παχύς" ή "παχύτερος") και το "stosis" (που υποδηλώνει "παθολογική κατάσταση" ή "πάχυνση").
Συνώνυμα:
- Hypertrophy (υπερτροφία)
- Thickening (πάχυνση)
Αντώνυμα:
- Atrophy (ατροφία)
- Thinning (λείανση)
Η λέξη "pachystosis" έχει εξειδικευμένη χρήση και συνήθως αφορά την ιατρική και βιολογία, κάνοντάς την λιγότερο επαναλαμβανόμενη στην καθημερινή συνομιλία.