Η φράση "pacing lead" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/pˈeɪ.sɪŋ liːd/
"Pacing lead" αναφέρεται στη διαδικασία ή το άτομο που διαχειρίζεται το ρυθμό μιας δραστηριότητας ή μιας συζήτησης, με σκοπό να διατηρεί έναν σταθερό και αποτελεσματικό ρυθμό. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα όπως η θεραπεία, η διδασκαλία, ή σε οποιαδήποτε κατάσταση που απαιτεί τον έλεγχο του ρυθμού, όπως στη συγγραφή ή τις επιχειρηματικές παρουσιάσεις. Ο όρος συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα και επαγγελματικές ρυθμίσεις.
Η ηγεσία ρυθμιστικού ρυθμού της συνάντησης διασφάλισε ότι όλα τα θέματα καλύφθηκαν εγκαίρως.
As the pacing lead, she guided the group through the workshop effectively.
Η φράση "pacing lead" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται ως περιγραφικός όρος. Μπορεί ωστόσο να επηρεάσει διάφορες καταστάσεις, όπως:
Όταν το έργο γίνεται χαοτικό, η ύπαρξη ηγεσίας ρυθμιστικού ρυθμού βοηθά στη διατήρηση της σαφήνειας.
The pacing lead plays an essential role in time management during events.
Η ηγεσία ρυθμιστικού ρυθμού παίζει βασικό ρόλο στη διαχείριση του χρόνου κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων.
A good pacing lead can make a difficult conversation feel easier.
Ο όρος "pacing" προέρχεται από το ρήμα "pace", που σημαίνει να τοποθετείτε ή να διαχειρίζεστε το ρυθμό, ενώ "lead" προέρχεται από το παλαιότερο αγγλοσαξονικό "lǣdan", που σημαίνει να καθοδηγείς ή να οδηγείς.
Συνώνυμα: - Ρυθμιστής - Καθοδηγητής - Διευθυντής ρυθμού
Αντώνυμα: - Επικεφαλής (χωρίς έλεγχο του ρυθμού) - Χαοτικός διευθυντής - Αταξία