Ο συνδυασμός "pack joint" λειτουργεί κυρίως ως ουσιαστικό.
/pæk dʒɔɪnt/
Ο όρος "pack joint" αναφέρεται συνήθως σε μια ειδική σύνδεση ή ένωση που χρησιμοποιείται για να συνδυάζει τμήματα ή υλικά, συχνά σε κατασκευαστικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνά συναντώμενος σε περιγράμματα που σχετίζονται με τη συναρμολόγηση ή τη δόμηση και μπορεί να σχετίζεται με τη σύνδεση στοιχείων όπως σωλήνες ή δομικά στοιχεία.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση του όρου "pack joint" μπορεί να είναι πιο κοινή σε γραπτό λόγο, όπως τεχνικές προδιαγραφές ή κατασκευαστικά εγχειρίδια, παρά σε προφορικό λόγο.
Ο υδραυλικός εγκατέστησε ένα πακέτο σύνδεσμο για να συνδέσει τις σωληνώσεις με ασφάλεια.
We need to ensure that the pack joint is sealed properly to prevent leaks.
Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι ο σύνδεσμος πακέτου είναι σφραγισμένος σωστά για να αποτραπούν διαρροές.
The construction manual specifies the use of a pack joint for better stability.
Ο όρος "pack" ως ανεξάρτητη λέξη ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Σταμάτα το, αποφάσισε να τα παρατήσεις.
Pack on the pounds - Refers to gaining weight.
Θα αρχίσεις να παίρνεις βάρος αν συνεχίσεις να τρως έτσι.
Pack a punch - Used to describe something that has a strong effect.
Αυτό το ελιξίριο έχει ισχυρή επίδραση.
Pack your bags - Means to prepare for a trip or to leave a place.
Ετοίμασε τις βαλίτσες σου, είμαστε έτοιμοι να φύγουμε.
Know how to pack a lot into a little time - Refers to making the most out of limited time.
Οι λέξεις "pack" και "joint" προέρχονται από παλαιότερες αγγλικές λέξεις. O "pack" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "pac", που σημαίνει "πακέτο", ενώ ο "joint" προέρχεται από τη λατινική λέξη "junctus" που σημαίνει "συνδεδεμένος" ή "ενωμένος".
Συνώνυμα: - coupling - connector - fitting
Αντώνυμα: - separation - disconnection - division