Ουσιαστικό
/ˈpeɪdəˌfaɪl/
Η λέξη "paedophile" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει σεξουαλική έλξη προς παιδιά ή ανηλίκους. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και ψυχολογικά πλαίσια και έχει σοβαρές κοινωνικές και νομικές συνέπειες.
Η λέξη "paedophile" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο, ειδικά σε έγγραφα που αφορούν το δίκαιο ή την ψυχολογία.
Οι αρχές συνέλαβαν έναν παιδόφιλο που εργαζόταν σε τοπικό σχολείο.
Awareness campaigns are crucial in preventing paedophile behaviors in society.
Ο όρος "paedophile" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, δεδομένου του σοβαρού και νομικού του χαρακτήρα. Ωστόσο, παρακάτω υπάρχουν κάποιες φράσεις που συνδέονται με το θέμα:
Αυτή η οργάνωση εργάζεται σκληρά για να βάλει τους παιδόφιλους στη φυλακή.
Expose a paedophile ring
Οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να αποκαλύψουν τις παιδοφιλικές σπείρες που δρουν στην περιοχή.
Awareness of paedophiles
Η λέξη προέρχεται από τα ελληνικά "pais" (παιδί) και "philia" (αγάπη, έλξη). Σηματοδοτεί την έλξη προς τα παιδιά.
Συνώνυμα - παιδεραστής - παιδόφιλος
Αντώνυμα - ετεροφιλικός - φυσιολογικός (σε σχέση με τις συναισθηματικές ή σεξουαλικές έλξεις).