paedophile - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

paedophile (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/ˈpeɪdəˌfaɪl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "paedophile" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει σεξουαλική έλξη προς παιδιά ή ανηλίκους. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και ψυχολογικά πλαίσια και έχει σοβαρές κοινωνικές και νομικές συνέπειες.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η λέξη "paedophile" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο, ειδικά σε έγγραφα που αφορούν το δίκαιο ή την ψυχολογία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The authorities arrested a paedophile who had been working in a local school.
  2. Οι αρχές συνέλαβαν έναν παιδόφιλο που εργαζόταν σε τοπικό σχολείο.

  3. Awareness campaigns are crucial in preventing paedophile behaviors in society.

  4. Οι εκστρατείες ευαισθητοποίησης είναι κρίσιμες για την πρόληψη της παιδοφιλίας στην κοινωνία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "paedophile" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, δεδομένου του σοβαρού και νομικού του χαρακτήρα. Ωστόσο, παρακάτω υπάρχουν κάποιες φράσεις που συνδέονται με το θέμα:

  1. Put a paedophile behind bars
  2. This organization works hard to put paedophiles behind bars.
  3. Αυτή η οργάνωση εργάζεται σκληρά για να βάλει τους παιδόφιλους στη φυλακή.

  4. Expose a paedophile ring

  5. Journalists strive to expose paedophile rings operating in the area.
  6. Οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να αποκαλύψουν τις παιδοφιλικές σπείρες που δρουν στην περιοχή.

  7. Awareness of paedophiles

  8. Schools are increasing awareness of paedophiles and their tactics.
  9. Τα σχολεία αυξάνουν την ευαισθητοποίηση για τους παιδόφιλους και τις τακτικές τους.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από τα ελληνικά "pais" (παιδί) και "philia" (αγάπη, έλξη). Σηματοδοτεί την έλξη προς τα παιδιά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - παιδεραστής - παιδόφιλος

Αντώνυμα - ετεροφιλικός - φυσιολογικός (σε σχέση με τις συναισθηματικές ή σεξουαλικές έλξεις).



25-07-2024