paint-spraying - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

paint-spraying (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα / Δραστηριότητα (verb/action, ενδεχόμενο να αναφέρεται και σε ουσιαστικό αν αφορά τη διαδικασία)

Φωνητική μεταγραφή

/peɪnt ˈspreɪɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Paint-spraying αναφέρεται στη διαδικασία εφαρμογής χρώματος (ή βαφής) μέσω ενός ψεκαστήρα. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά σε κατασκευές, αυτοκινήτα, ή έργα τέχνης, επιτρέποντας μια ομοιόμορφη και λεία εφαρμογή. Η χρήση της είναι συνήθως διαδεδομένη στους επαγγελματίες της βαφής και στις DIY (Do It Yourself) δραστηριότητες. Η πρακτική είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "The artist is paint-spraying a large mural on the wall."
  2. "Ο καλλιτέχνης ψεκάζει ένα μεγάλο τοιχογραφία στον τοίχο."

  3. "After years of practice, he became skilled at paint-spraying cars."

  4. "Μετά από χρόνια πρακτικής, έγινε επαγγελματίας στο ψέκασμα αυτοκινήτων."

  5. "For the DIY project, she decided to use paint-spraying instead of a brush."

  6. "Για το DIY έργο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ψεκασμό χρώματος αντί για πινέλο."

Ιδιωματικές εκφράσεις και χρήση

Το paint-spraying μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως εξετάζοντας τη διαδικασία ή τις τεχνικές που σχετίζονται με τη δημιουργία, την αναβάθμιση και τη συντήρηση.

  1. "He took up paint-spraying as a hobby during the weekends."
  2. "Ασχολήθηκε με το ψέκασμα χρώματος ως χόμπι τα σαββατοκύριακα."

  3. "The paint-spraying technique made the project much faster."

  4. "Η τεχνική ψεκασμού χρώματος έκανε το έργο πολύ πιο γρήγορο."

  5. "Due to its efficiency, paint-spraying is preferred in large-scale projects."

  6. "Λόγω της αποτελεσματικότητάς της, ο ψεκασμός χρώματος προτιμάται σε μεγάλης κλίμακας έργα."

  7. "He mastered paint-spraying and now teaches others the skill."

  8. "Εκπαιδεύτηκε στο ψέκασμα χρώματος και τώρα διδάσκει και άλλους την τεχνική."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη paint προέρχεται από την αρχαία γαλλική λέξη “peint,” που σημαίνει "βαμμένος," και σχετίζεται με τη λατινική λέξη “pingere,” που σημαίνει "να ζωγραφίζω." Η λέξη spraying προέρχεται από τον όρο "spray," που αναφέρεται στην εκτόξευση υγρού σε μικρές σταγόνες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ψεκασμός - ψεκαστική βαφή

Αντώνυμα: - βούρτσισμα (brushing) - εφαρμογή χρώματος με πινέλο (brush application)



25-07-2024