Ρήμα / Δραστηριότητα (verb/action, ενδεχόμενο να αναφέρεται και σε ουσιαστικό αν αφορά τη διαδικασία)
/peɪnt ˈspreɪɪŋ/
Paint-spraying αναφέρεται στη διαδικασία εφαρμογής χρώματος (ή βαφής) μέσω ενός ψεκαστήρα. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά σε κατασκευές, αυτοκινήτα, ή έργα τέχνης, επιτρέποντας μια ομοιόμορφη και λεία εφαρμογή. Η χρήση της είναι συνήθως διαδεδομένη στους επαγγελματίες της βαφής και στις DIY (Do It Yourself) δραστηριότητες. Η πρακτική είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό.
"Ο καλλιτέχνης ψεκάζει ένα μεγάλο τοιχογραφία στον τοίχο."
"After years of practice, he became skilled at paint-spraying cars."
"Μετά από χρόνια πρακτικής, έγινε επαγγελματίας στο ψέκασμα αυτοκινήτων."
"For the DIY project, she decided to use paint-spraying instead of a brush."
Το paint-spraying μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως εξετάζοντας τη διαδικασία ή τις τεχνικές που σχετίζονται με τη δημιουργία, την αναβάθμιση και τη συντήρηση.
"Ασχολήθηκε με το ψέκασμα χρώματος ως χόμπι τα σαββατοκύριακα."
"The paint-spraying technique made the project much faster."
"Η τεχνική ψεκασμού χρώματος έκανε το έργο πολύ πιο γρήγορο."
"Due to its efficiency, paint-spraying is preferred in large-scale projects."
"Λόγω της αποτελεσματικότητάς της, ο ψεκασμός χρώματος προτιμάται σε μεγάλης κλίμακας έργα."
"He mastered paint-spraying and now teaches others the skill."
Η λέξη paint προέρχεται από την αρχαία γαλλική λέξη “peint,” που σημαίνει "βαμμένος," και σχετίζεται με τη λατινική λέξη “pingere,” που σημαίνει "να ζωγραφίζω." Η λέξη spraying προέρχεται από τον όρο "spray," που αναφέρεται στην εκτόξευση υγρού σε μικρές σταγόνες.
Συνώνυμα: - ψεκασμός - ψεκαστική βαφή
Αντώνυμα: - βούρτσισμα (brushing) - εφαρμογή χρώματος με πινέλο (brush application)