Ο όρος "pair-bond" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈpɛr bɑnd/
Ο όρος "pair-bond" αναφέρεται στο ισχυρό και σταθερό συναισθηματικό και κοινωνικό δεσμό που σχηματίζεται μεταξύ δύο ατόμων, συχνά στη διάρκεια μιας ρομαντικής σχέσης ή γάμου. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενος στη βιολογία και στην ψυχολογία για να περιγράψει τη σύνδεση που αναπτύσσουν οι γονείς μεταξύ τους και για τα παιδιά τους.
Η λέξη "pair-bond" χρησιμοποιείται κυρίως στο επιστημονικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, με αρκετή συχνότητα στα πεδία της ψυχολογίας, της βιολογίας, και της κοινωνιολογίας. Χρησιμοποιείται συχνότερα στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Ορισμένα είδη πουλιών εμφανίζουν ισχυρές συμπεριφορές ζευγαρωτικού δεσμού κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
A stable pair-bond can contribute to the well-being of both partners.
Ένας σταθερός ζευγαρωτικός δεσμός μπορεί να συμβάλει στην ευημερία και των δύο συντρόφων.
Researchers study pair-bonds in humans to understand relationship dynamics.
Ο όρος "pair-bond" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες εκφράσεις σχετικά με την αγάπη και τις σχέσεις:
Ο ζευγαρωτικός δεσμός είναι κρίσιμος για πολλά είδη ζώων.
In human psychology, pair-bonding influences familial structures.
Στην ανθρώπινη ψυχολογία, ο ζευγαρωτικός δεσμός επηρεάζει τις οικογενειακές δομές.
Effective pair-bonding enhances emotional support in relationships.
Η αποτελεσματική ζευγαρωτική δέσμευση ενισχύει τη συναισθηματική υποστήριξη στις σχέσεις.
The stability of a pair-bond can affect children’s development.
Η σταθερότητα ενός ζευγαρωτικού δεσμού μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη των παιδιών.
Pair-bonding often leads to long-term commitment.
Ο όρος "pair-bond" προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "pair" (ζευγάρι) και "bond" (δέσμος). Η χρήση του έγινε πιο κοινή στα μέσα του 20ού αιώνα, κυρίως σε επιστημονικά κείμενα που ερευνούν τις ψυχολογικές και βιολογικές ρίζες των σχέσεων.