Το "palatonasal" είναι ένα επίθετο.
/pælətəˈneɪzl/
Η λέξη "palatonasal" αναφέρεται σε φωνήματα που προέρχονται ή είναι χαρακτηριστικά και των παλαιών και των ναζαλιών ή της συνδυαστικής παραγωγής των ήχων από τον ουρανίσκο και τη μύτη. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γλωσσολογία και την φωνητική. Η συχνότητα χρήσης της είναι κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ακαδημαϊκά κείμενα και μελέτες για τη φωνητική και τη διαλεκτολογία.
Το φωνήμα ταξινομήθηκε ως παλαιοναζαλίκο λόγω της μοναδικής του αρθρωτικής παραγωγής.
In some languages, palatonasal sounds are prominent in everyday speech.
Σε ορισμένες γλώσσες, οι παλαιοναζαλίκοι ήχοι είναι προεξέχοντες στην καθημερινή ομιλία.
The analysis revealed several palatonasal features in the dialect.
Η λέξη "palatonasal" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν λέξεις και φράσεις που αναφέρονται σε ήχους και φωνήματα γενικά:
"Η εύρεση του σωστού τόπου για την αρθρωτική παραγωγή παλαιοναζαλικών ήχων μπορεί να είναι δύσκολη."
"Palatonasal distinctions can change the meaning of words in certain dialects."
"Οι παλαιοναζαλικές διακρίσεις μπορούν να αλλάξουν την έννοια των λέξεων σε ορισμένες διαλέκτους."
"Many language learners struggle with palatonasal pronunciation."
Η λέξη "palatonasal" προέρχεται από την σύνθεση των προθέσεων "palato-" (ουρανίσκος) και "nasal" (ναζάλι), υποδεικνύοντας τη σύνδεση μεταξύ του ουρανίσκου και της μύτης στην παραγωγή ήχων.
Palatal nasal
Αντώνυμα: