Το "palled" είναι το παρελθόν μορφή του ρήματος "pall", που σημαίνει να χάσει τη γοητεία του ή να γίνει λιγότερο ενδιαφέρον.
/pæld/
Η λέξη "palled" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάτι που κάποτε ήταν ελκυστικό ή ενδιαφέρον έχει χάσει την έλξη του. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο και έχει μέτρια συχνότητα χρήσης, κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε περιγραφές.
Η ενθουσιασμός του νέου παιχνιδιού γρήγορα έγινε βαρετός μετά από μερικές ημέρες παιχνιδιού.
She found that the initial thrill of city life had palled over time.
Η λέξη "pall" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένη.
Η πρωτοτυπία ξεθώριασε και η ζωή έγινε βαρετή.
When the charm of the vacation palled, they returned home early.
Όταν η γοητεία των διακοπών έγινε βαρετή, επιστρέψαν νωρίς στο σπίτι.
After the initial excitement palled, he started searching for new adventures.
Η λέξη "pall" προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "palle", που σημαίνει "να καλύπτω" ή "να σκεπάζω" και έχει συνδεθεί με την αντίληψη της κούρασης ή απώλειας ζωντάνιας στη ζωή.
Συνώνυμα:
- bore
- tiresome
- weary
Αντώνυμα:
- excite
- invigorate
- enliven
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "palled" καθώς και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά και Ελληνικά.