palled - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

palled (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "palled" είναι το παρελθόν μορφή του ρήματος "pall", που σημαίνει να χάσει τη γοητεία του ή να γίνει λιγότερο ενδιαφέρον.

Φωνητική μεταγραφή

/pæld/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "palled" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάτι που κάποτε ήταν ελκυστικό ή ενδιαφέρον έχει χάσει την έλξη του. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο και έχει μέτρια συχνότητα χρήσης, κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε περιγραφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The excitement of the new game quickly palled after a few days of play.
  2. Η ενθουσιασμός του νέου παιχνιδιού γρήγορα έγινε βαρετός μετά από μερικές ημέρες παιχνιδιού.

  3. She found that the initial thrill of city life had palled over time.

  4. Διαπίστωσε ότι η αρχική συναρπαστική ζωή στην πόλη είχε γίνει βαρετή με την πάροδο του χρόνου.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "pall" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένη.

  1. The novelty wore off and life palled.
  2. Η πρωτοτυπία ξεθώριασε και η ζωή έγινε βαρετή.

  3. When the charm of the vacation palled, they returned home early.

  4. Όταν η γοητεία των διακοπών έγινε βαρετή, επιστρέψαν νωρίς στο σπίτι.

  5. After the initial excitement palled, he started searching for new adventures.

  6. Μετά την αρχική ενθουσιασμό που έγινε βαρετός, άρχισε να αναζητά νέες περιπέτειες.

Ετυμολογία

Η λέξη "pall" προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "palle", που σημαίνει "να καλύπτω" ή "να σκεπάζω" και έχει συνδεθεί με την αντίληψη της κούρασης ή απώλειας ζωντάνιας στη ζωή.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- bore
- tiresome
- weary

Αντώνυμα:
- excite
- invigorate
- enliven

Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "palled" καθώς και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά και Ελληνικά.



25-07-2024