Adjective
/ˌpæm.ˈpiː.ən/
Η λέξη "pampean" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την περιοχή των Πάμπες στην Αργεντινή, η οποία είναι γνωστή για τις εύφορες πεδιάδες της και τις αγροτικές δραστηριότητες. Χρησιμοποιείται συχνά στην περιγραφή γεωγραφικών χαρακτηριστικών, πολιτιστικών πτυχών ή οικολογικών συστημάτων της περιοχής. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως γεωγραφικές μελέτες ή περιγραφές φυσικών χαρακτηριστικών.
Το τοπίο των Πάμπων χαρακτηρίζεται από τις απέραντες χορτολιβαδικές εκτάσεις.
Many farmers rely on pampean soils for their crops.
Πολλοί αγρότες εξαρτώνται από τα εδάφη των Πάμπων για τις καλλιέργειές τους.
The pampean culture has a rich history of gaucho traditions.
Η λέξη "pampean" δεν χρησιμοποιείται ευρέως στις ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να σχετίζεται με εκφράσεις που περιγράφουν τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής της περιοχής. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"Ζώντας τη ζωή των Πάμπων σημαίνει ότι αγκαλιάζεις την απλότητα και τη φύση."
"Her art is influenced by the pampean colors of the sunset."
"Η τέχνη της επηρεάζεται από τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος των Πάμπων."
"He enjoys pampean traditions during the harvest festival."
Η λέξη "pampean" προέρχεται από το ισπανικό "pampa", που αναφέρεται σε μια επίπεδη, εκτενή έκταση γης, ιδιαίτερα στην Αργεντινή, και η κατάληξη "-ean" που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προέλευση ή την κωδικοποίηση ενός συγκεκριμένου χαρακτηριστικού.
Συνώνυμα - Pastoral (προγονικός) - Agricultural (γεωργικός)
Αντώνυμα - Urban (αστικός) - Industrial (βιομηχανικός)