Ρήμα / Ουσιαστικό
/ˈpæntɪŋ/
Η λέξη "panting" αναφέρεται στην κατάσταση όπου κάποιος ή κάτι αναπνέει γρήγορα και βαριά, συχνά ως αποτέλεσμα άσκησης ή συγκίνησης. Στη γλώσσα των Αγγλικών χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει μια φυσιολογική αντίδραση. Η συχνότητά της χρήσης είναι φαινομενικά υψηλή στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε καταστάσεις που σχετίζονται με φυσική δραστηριότητα.
Ο σκύλος αναπνέει βαριά μετά την τρέξιμο στο πάρκο.
She sat down, panting from the climb up the hill.
Κάθισε, αναπνέοντας βαριά από την ανηφόρα στον λόφο.
He realized he was panting after the intense workout.
Η λέξη "panting" χρησιμοποιείται επίσης σε απόψεις που περιγράφουν αγωνία ή άγχος. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Έμεινε να αναπνέει βαριά.
"They are panting like dogs after the race."
Αναπνέουν βαριά όπως οι σκύλοι μετά τον αγώνα.
"It's a panting chase to catch the bus."
Είναι μια βαριά καταδίωξη για να προλάβω το λεωφορείο.
"She was panting in anticipation of the news."
Αναπνέει βαριά από την αναμονή των νέων.
"The runner crossed the finish line, panting and exhausted."
Η λέξη "panting" προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη pantian, που σημαίνει "αναπνέω βαριά", η οποία πιθανόν έχει ρίζες στην Γαλλική λέξη pente, που σημαίνει "αναπνοή".
Συνώνυμα: - Wheezing (αναστεναγμός) - Breathing heavily (βαριά αναπνοή)
Αντώνυμα: - Breathing normally (κανονική αναπνοή) - Calm (ηρεμία)