Επίθετο
/ˌpæn.təˈmɔɹ.fɪk/
Η λέξη "pantomorphic" προέρχεται από το ελληνικό "panto-" (όλα) και "morphic" (μορφή) και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να λαμβάνει πολλές μορφές ή σχήματα. Είναι μια σπανιότερη λέξη και δεν χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή γλώσσα. Συνήθως μπορεί να συναντηθεί σε επιστημονικά ή φιλοσοφικά κείμενα, κυρίως για να περιγράψει έννοιες που επισημαίνουν την προσαρμοστικότητα ή τη μεταβλητότητα.
Ο στυλ του καλλιτέχνη θεωρείται παντομορφικός, καθώς προσαρμόζεται σε διάφορα θέματα και υποκείμενα.
In biology, the term pantomorphic might describe organisms that can change shapes according to their environment.
Στη βιολογία, ο όρος παντομορφικός μπορεί να περιγράψει οργανισμούς που μπορούν να αλλάζουν σχήματα ανάλογα με το περιβάλλον τους.
The concept of pantomorphic design allows for flexibility in architecture.
Η λέξη "pantomorphic" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φιλοσοφικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Μερικές φορές, η ιδέα της πολλαπλότητας των μορφών μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορες έννοιες:
"Οι ιδέες της ήταν παντομορφικής φύσεως, εξελισσόμενες με τη συζήτηση."
"The pantomorphic characteristics of the software allow it to serve multiple industries."
"Οι παντομορφικές χαρακτηριστικές του λογισμικού του επιτρέπουν να εξυπηρετεί πολλές βιομηχανίες."
"The pantomorphic approach to education fosters a diverse learning environment."
Η λέξη "pantomorphic" προέρχεται από τις ελληνικές ρίζες "panto-" (πάντα) και "morphe" (μορφή). Η σύνθεση των δύο αυτών λέξεων δίνει την έννοια της ικανότητας να παίρνει διάφορες μορφές.
Συνώνυμα: - μορφολογικός - πολυμορφικός
Αντώνυμα: - σταθερός - μονόμορφος