Ουσιαστικό
/ˈpeɪpərˌhæŋər/
Η λέξη "paperhanger" αναφέρεται σε ένα επαγγελματία που ειδικεύεται στην εφαρμογή ταπετσαρίας στους τοίχους. Συνήθως αναφέρεται σε κάποιον που έχει εκπαιδευτεί ή έχει εμπειρία στη διαδικασία τοποθέτησης ταπετσαρίας, περιλαμβάνοντας την προετοιμασία της επιφάνειας και την ένωση των φύλλων ταπετσαρίας.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά Η λέξη "paperhanger" χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν την ανακαίνιση ή τη διακόσμηση χώρων. Είναι λιγότερο συχνή από άλλους σχετικούς όρους όπως "decorator" ή "contractor".
Ο τοίχος ταπετσαρίας ολοκλήρωσε τη δουλειά σε μόνο δύο ημέρες.
I need to hire a paperhanger for my living room renovation.
Χρειάζομαι να προσλάβω έναν τοίχο ταπετσαρίας για την ανακαίνιση του καθιστικού μου.
My friend is a skilled paperhanger who knows all the latest designs.
Η λέξη "paperhanger" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συναφείς φράσεις που σχετίζονται με την επαγγελματική διακόσμηση και την εργασία στους τοίχους:
Να προσλάβεις έναν τοίχο ταπετσαρίας για το έργο σου είναι μια σπουδαία επένδυση.
Choosing the right paperhanger can make a huge difference in the outcome.
Η επιλογή του κατάλληλου τοίχου ταπετσαρίας μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά στο αποτέλεσμα.
When renovating, a good paperhanger is as important as a good painter.
Η λέξη "paperhanger" αποτελείται από τη αγγλική λέξη "paper" (χαρτί) και "hanger" (κρεμάστρα, τοποθετητής), αναφερόμενη σε κάποιον που «κρεμά» ή τοποθετεί την ταπετσαρία ή το χαρτί στους τοίχους.
Συνώνυμα: - Wallpaper installer (ειδικευμένος σε τοποθέτηση ταπετσαρίας) - Decorator (διακοσμητής)
Αντώνυμα: - Stripper (αυτός που αφαιρεί την ταπετσαρία) - Painter (ζωγράφος, που βάφει χωρίς τοποθέτηση ταπετσαρίας)