Το "para-position" είναι ένα ουσιαστικό.
/phəˈræˌpəʊ.zɪʃ.ən/
Η λέξη "para-position" αναφέρεται στην τοποθέτηση ή τη θέση ενός αντικειμένου ή στοιχείου που βρίσκεται δίπλα ή κοντά σε κάτι άλλο, συχνά σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Στα ελληνικά κυρίως χρησιμοποιείται στην πλαίσιο της χημείας, όπου περιγράφει τη θέση αντικατάστασης σε οργανικά μόρια.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ειδικά συμφραζόμενα, όπως στη χημεία και τη βιολογία. Εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, καθώς σχετίζεται με ακαδημαϊκές ή επιστημονικές συζητήσεις.
"Στην παρα-θέση του βενζολίου, introduήθηκε ένα νέο υποκατάστατο."
"The molecule exhibited different properties when the groups were positioned at the para-position."
Ειδικά, η λέξη "para-position" δεν χρησιμοποιείται σε πολλούς ιδιωματισμούς, καθώς είναι πιο τεχνική. Παρόλα αυτά, μερικές παραδείγματα περιλαμβάνουν:
"Η παρα-θέση παρέχει μεγαλύτερη σταθερότητα για την ένωση."
"When designing the experiment, we considered the para-position's effects."
"Κατά τον σχεδιασμό του πειράματος, εξετάσαμε τις επιδράσεις της παρα-θέσης."
"In this reaction pathway, the para-position plays a crucial role."
Η λέξη "para" προέρχεται από τα ελληνικά και σημαίνει "δίπλα" ή "πλησίον", ενώ η λέξη "position" προέρχεται από το λατινικό "positio" που σημαίνει "θέση".
Συνώνυμα: - Adjacent position (γειτονική θέση) - Neighboring position (γειτονική θέση)
Αντώνυμα: - Opposite position (αντίθετη θέση) - Distal position (απομακρυσμένη θέση)