Φράση / Ιατρικός όρος.
/pærəsɛnˈtiːsɪs θɔːrˈæsɪs/
Η "paracentesis thoracis" αναφέρεται σε μια ιατρική διαδικασία που περιλαμβάνει την αφαίρεση υγρού ή αερίου από την κοιλότητα του θώρακα μέσω μιας βελόνας. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται για διαγνωστικούς σκοπούς ή για την ανακούφιση συμπτωμάτων λόγω σωρευμένου υγρού (π.χ. πλευριτική συλλογή) ή αέρα (π.χ. πνευμοθώρακας). Χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό τομέα και όχι στην καθημερινή ομιλία. Ως εκ τούτου, η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο, όπως ιατρικά έγγραφα και εργασίες, παρά σε προφορικές συνομιλίες.
The doctor performed a paracentesis thoracis to relieve the patient's difficulty breathing.
Ο γιατρός έκανε μια παρακέντηση θώρακα για να ανακουφίσει την αναπνευστική δυσχέρεια του ασθενούς.
In cases of severe pleural effusion, paracentesis thoracis is often necessary.
Σε περιπτώσεις σοβαρής πλευριτικής συλλογής, η παρακέντηση θώρακα είναι συχνά απαραίτητη.
After the paracentesis thoracis, the fluid was sent for analysis.
Μετά την παρακέντηση θώρακα, το υγρό στάλθηκε για ανάλυση.
Η φράση "paracentesis thoracis" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι όρος που ανήκει σε εξειδικευμένη ιατρική γλώσσα. Ωστόσο, υπάρχουν γενικές ιατρικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν διαδικασίες παρόμοιας φύσης:
"Perform pleural drainage via paracentesis thoracis."
"Εκτέλεση πλευρικής παροχέτευσης μέσω παρακέντησης θώρακα."
"In the event of a large effusion, a paracentesis thoracis is indicated."
"Σε περίπτωση μεγάλης συλλογής, η παρακέντηση θώρακα ενδείκνυται."
"Paracentesis thoracis is a common procedure in thoracic surgery."
"Η παρακέντηση θώρακα είναι μια κοινή διαδικασία στη θωρακική χειρουργική."
Η λέξη "paracentesis" προέρχεται από τα ελληνικά: "para-" που σημαίνει "δίπλα" ή "περί", και "centesis" που σημαίνει "τρύπα". Το "thoracis" προέρχεται από την ελληνική λέξη "thorax", που σημαίνει "θώρακας".
Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την ιατρική διαδικασία της παρακέντησης θώρακα και τη χρήση της στη ιατρική γλώσσα.