parachutist: Ουσιαστικό
[ˈpærəˌʃutɪst]
Η λέξη "parachutist" αναφέρεται σε ένα άτομο που κάνει άλμα με αλεξίπτωτο από αεροπλάνο ή άλλο ύψος με σκοπό την ελεύθερη πτώση και την ασφαλή προσγείωση. Χρησιμοποιείται συχνά στον στρατιωτικό, αθλητικό καθώς και στον τομέα των διασώσεων. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με στρατιωτικές ή αθλητικές δραστηριότητες.
The experienced parachutist landed safely on the ground.
(Ο έμπειρος αλεξιπτωτιστής προσγειώθηκε με ασφάλεια στο έδαφος.)
Becoming a parachutist requires training and certification.
(Για να γίνεις αλεξιπτωτιστής απαιτείται εκπαίδευση και πιστοποίηση.)
She dreams of becoming a professional parachutist one day.
(Ονειρεύεται να γίνει επαγγελματίας αλεξιπτωτιστής μια μέρα.)
Η λέξη "parachutist" δεν είναι πολύ συχνά μια κύρια λέξη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει κάποιες σχετικές φράσεις:
"Jumping like a parachutist"
(Πηδάω σαν αλεξιπτωτιστής) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που πηδά με προσοχή ή στυλ.
"To parachutist into a situation"
(να αλεξιπτωτίσεις σε μια κατάσταση) - Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εισέρχεται σε μια κατάσταση ξαφνικά ή απροσδόκητα.
"Parachutist mentality"
(νοοτροπία αλεξιπτωτιστή) - Αναφέρεται σε μια νοοτροπία που επικεντρώνεται στην ταχεία και αποφασιστική δράση, με ρίσκο.
Η λέξη "parachutist" προέρχεται από την комбинация των λέξεων "parachute" (αλεξίπτωτο), που προέρχεται από τα γαλλικά "para" (κατά) και "chute" (πτώση), και το επίθημα "-ist", που υποδηλώνει επαγγελματία ή ειδικό. Η λέξη τοποθετείται στη γλώσσα τον 20ο αιώνα, καθώς οι αλεξιπτωτιστές χρησιμοποιούνται ευρέως σε στρατιωτικές και αθλητικές εφαρμογές.
Συνώνυμα: - skydiver (αλεξιπτωτιστής) - sky jumper (αλεξιπτωτιστής)
Αντώνυμα: - ground dweller (κατοίκοι της γης) - για να αναφέρεται σε κάποιον που δεν συμμετέχει σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την πτώση από ψηλά.