Paradentopathy είναι ουσιαστικό (noun).
/ˌpærəˌdɛntəˈpæθi/
Η "paradentopathy" αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση ή νόσο που αφορά τα περιοδοντικά ή υποστηρικτικά μέρη των δοντιών, όπως είναι οι ούλοι και οι γύρω ισοί. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό και οδοντιατρικό πλαίσιο. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο (όπως επιστημονικές μελέτες) παρά σε προφορικό λόγο.
Ο οδοντίατρος τον διαγνώσσει με περιοδοντοπάθεια αφού παρατήρησε φλεγμονή των ούλων.
Treatment for paradentopathy often involves deep cleaning of the gums.
Η θεραπεία για την περιοδοντοπάθεια περιλαμβάνει συχνά βαθύ καθαρισμό των ούλων.
Prevention of paradentopathy requires good oral hygiene practices.
Η λέξη "paradentopathy" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με την υγεία των δοντιών και των ούλων, γι’ αυτό μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες σχετικές προτάσεις που υπογραμμίζουν τη σημασία της στοματικής υγιεινής.
Η καλή στοματική υγιεινή είναι το κλειδί για την πρόληψη της περιοδοντοπάθειας.
Regular dental check-ups help in early detection of paradentopathy.
Οι τακτικές οδοντιατρικές εξετάσεις βοηθούν στην πρώιμη ανίχνευση της περιοδοντοπάθειας.
Ignoring signs of paradentopathy can lead to severe dental issues.
Η λέξη "paradentopathy" προέρχεται από το ελληνικό "para-" (πλησίον, γύρω) + "dent-" (οδός, δόντι) + "-pathy" (νόσος, κατάσταση). Άρα, κυριολεκτικά σημαίνει "νόσος γύρω από τα δόντια".
Συνώνυμα: - Περιοδοντική ασθένεια - Περιοδοντίτιδα (σε ορισμένες περιπτώσεις)
Αντώνυμα: - Υγιή ούλα - Καλή στοματική υγιεινή