Substantive (ουσιαστικό)
/ˈpærəfɪn/
Η λέξη "paraffin" αναφέρεται σε μια κλάση άγευστων και άχρωμων υδρογονανθράκων που προέρχονται κυρίως από το πετρέλαιο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία, για παραδείγματα όπως κερί για κεριά, κολλώδη προϊόντα ή για την κατασκευή ιατρικών αλοιφών. Είναι επίσης γνωστή για τις εφαρμογές της στην ηλεκτρική βιομηχανία και στα καύσιμα.
Η παραφίνη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε βιομηχανικά και επιστημονικά συμφραζόμενα.
The candle was made of paraffin.
(Το κερί ήταν φτιαγμένο από παραφίνη.)
We use paraffin wax to make seals on letters.
(Χρησιμοποιούμε κερί παραφίνης για να κάνουμε σφραγίδες σε γράμματα.)
The doctor prescribed a paraffin ointment for the patient's dry skin.
(Ο γιατρός συνταγογράφησε μια αλοιφή παραφίνης για την ξηρή επιδερμίδα του ασθενούς.)
Η λέξη "paraffin" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά, αλλά ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
He had a paraffin moment when he realized he was wrong.
(Είχε μια στιγμή "παραφίνης" όταν συνειδητοποίησε ότι είχε άδικο.)
She kept her ideas in a paraffin jar, out of sight until she was ready.
(Διατηρούσε τις ιδέες της σε ένα βάζο παραφίνης, μακριά από τα μάτια των άλλων μέχρι να είναι έτοιμη.)
Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά "parum" (πολύ λίγο) και "affinis" (σχετικός, συγγενής), καθώς αναφέρεται σε άκρως αδιάλυτους υδρογονάνθρακες.
Η παραφίνη δεν έχει άμεσους αντώνυμους, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένα χημικά προϊόντα, θα μπορούσαμε ωστόσο να αναφέρουμε έννοιες όπως: - Water (νερό, σε σχέση με την στερεή κατάσταση που μπορεί να υποδεικνύει η παραφίνη)