Ο όρος "parallel pathway" είναι ουσιαστικό.
/pærəˈlɛl ˈpæθweɪ/
Ο όρος "parallel pathway" αναφέρεται σε μια διαδρομή ή διαδικασία που εξελίσσεται παράλληλα με μια άλλη. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στη βιολογία και την ψυχολογία, και στην ανάλυση συστημάτων. Ο όρος μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μία ελαφρά προτίμηση στην γραπτή χρήση σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα.
Οι ερευνητές βρήκαν μια παράλληλη διαδρομή στην αρχική υπόθεση.
In many urban areas, public transport often follows a parallel pathway to major roads.
Σε πολλές αστικές περιοχές, οι δημόσιες συγκοινωνίες συχνά ακολουθούν μια παράλληλη διαδρομή προς τους κύριους δρόμους.
The game features multiple levels that can be explored through various parallel pathways.
Ο όρος "parallel pathway" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ξεχωρίσει σε περιβάλλοντα που επικεντρώνονται σε συνεργασία ή διαφοροποιημένες στρατηγικές.
"Πρέπει να εξερευνήσουμε παράλληλες διαδρομές αν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας."
"They took a parallel pathway in their research to ensure comprehensive results."
"Ακολούθησαν μια παράλληλη διαδρομή στην έρευνά τους για να διασφαλίσουν ολοκληρωμένα αποτελέσματα."
"Parallel pathways in career development can lead to unexpected opportunities."
Ο όρος "parallel" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "παράλληλος", ενώ το "pathway" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "pāth", η οποία σημαίνει διαδρομή ή οδός.
Συνώνυμα: - parallel route - concurrent course
Αντώνυμα: - divergent pathway - opposing route