Η φράση "paralytic strabismus" είναι ουσιαστικό.
/ˌpærəˈlɪtɪk ˈstræbɪzəməs/
Ο "paralytic strabismus" αναφέρεται σε έναν τύπο στραβισμού που οφείλεται σε παράλυση των μυών που ελέγχουν τις κινήσεις των ματιών. Αυτός ο τύπος στραβισμού μπορεί να προκαλείται από τραυματισμούς, εγκεφαλικά επεισόδια ή άλλες ιατρικές καταστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά ή οφθαλμολογικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι σχετικά χαμηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε ιατρικό ή επιστημονικό περιβάλλον.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με παράλυτο στραβισμό που επηρεάζει το αριστερό του μάτι.
Treatment options for paralytic strabismus include surgery or corrective lenses.
Οι επιλογές θεραπείας για παράλυτο στραβισμό περιλαμβάνουν τη χειρουργική επέμβαση ή τα διορθωτικά γυαλιά.
Paralytic strabismus can lead to double vision and issues with depth perception.
Στην αγγλική γλώσσα, η φράση "paralytic strabismus" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρόλα αυτά η έννοια της μπορεί να επεκταθεί σε ιατρικές συζητήσεις.
"Υποφέρει από παράλυτο στραβισμό, καθιστώντας δύσκολη τον συντονισμό των ματιών."
"Understanding paralytic strabismus is crucial for effective ophthalmological treatments."
"Η κατανόηση του παραλυτικού στραβισμού είναι κρίσιμη για αποτελεσματικές οφθαλμολογικές θεραπείες."
"Children with paralytic strabismus often need special attention during vision assessments."
Η λέξη "strabismus" προέρχεται από το ελληνικό "στραβισμός", που σημαίνει «στραβός». Η λέξη "paralytic" προέρχεται από τη λέξη "paralyze", η οποία έχει τις ρίζες της στο ελληνικό "παραλύειν" (paralyein) που σημαίνει «να απορρίπτει» ή «να εμποδίζει την κίνηση».
Συνώνυμα: - στραβισμός με περιορισμένη όραση - οφθαλμική παράλυση
Αντώνυμα: - κανονική όραση - σωστή ευθυγράμμιση ματιών