Επίθετο και ουσιαστικό.
/pærəˈnɔɪ.ək/
Η λέξη "paranoiac" αναφέρεται σε ένα άτομο που παρουσιάζει ή είναι επιρρεπές σε παράνοια, δηλαδή σε υπερβολικές και εκτός πραγματικότητας σκέψεις και συμπεριφορές που σχετίζονται με καταδιωκτικές ή παράλογες φοβίες. Συνήθως χρησιμοποιείται στον ψυχολογικό τομέα.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Εμφανίζεται συχνά σε ψυχιατρικά ή ψυχολογικά κείμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό, ειδικά σε ακαδημαϊκά ή κλινικά συμφραζόμενα.
He has been acting paranoid ever since he lost his job.
Αυτή η πρόταση σημαίνει ότι συμπεριφέρεται παράνοια από τότε που έχασε τη δουλειά του.
The paranoiac thoughts kept him from sleeping at night.
Αυτή η πρόταση υποδηλώνει ότι οι παρανοϊκές σκέψεις τον εμπόδιζαν να κοιμηθεί τη νύχτα.
She is often seen as a paranoiac by her friends, as she suspects everyone around her.
Αυτή η πρόταση δείχνει ότι συχνά θεωρείται παράνοια από τους φίλους της, καθώς υποψιάζεται τους πάντες γύρω της.
Η λέξη "paranoiac" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να περιγράψουμε κάποιες σχετικές εκφράσεις που θίγουν την έννοια της παράνοιας.
"Living in a paranoid world"
(Ζώντας σε έναν παράνοια κόσμο) - αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι είναι συνεχώς επιφυλακτικοί και καχύποπτοι ως προς τους άλλους.
"Paranoiac delusions"
(Παρανοϊκές παραισθήσεις) - αναφέρεται σε ψευδαισθήσεις ή λάθος πεποιθήσεις που οφείλονται στην παράνοια.
"A paranoid mind can create its own demons."
(Ένας παράνοια νους μπορεί να δημιουργήσει τους δικούς του δαίμονες.) - υποδηλώνει ότι η παράνοια μπορεί να οδηγήσει σε αυταπάτες ή ανεξέλεγκτους φόβους.
"His paranoiac tendencies often lead him to misinterpret people's intentions."
(Οι παρανοϊκές τάσεις του συχνά τον οδηγούν να παρανοήσει τις προθέσεις των ανθρώπων.) - δείχνει πώς η παράνοια μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη.
Η λέξη "paranoiac" προέρχεται από την ελληνική λέξη "παράνοια", η οποία είναι σύνθετη από το "παρά" (εκτός) και "νοῦς" (νούς, μυαλό). Χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον ψυχιατρικό χώρο για να περιγράψει μια κατάσταση που σχετίζεται με παραληρητικές ιδέες.
Συνώνυμα: - Delusional (παραισθητικός) - Distrustful (καχύποπτος) - Suspicious (ύποπτος)
Αντώνυμα: - Trusting (εμπιστευόμενος) - Rational (ορθολογικός) - Sane (υγιής)