Ουσιαστικό
/ˌpærəˈfeɪdʒə/
Η "παραφαγία" αναφέρεται στη διαταραχή που σχετίζεται με την ουσία που οδηγεί σε κατανάλωση τροφής ή άλλων υλικών που δεν είναι κανονικά θεωρούμενα φαγητά. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκύψει λόγω ψυχολογικών διαταραχών ή άλλων ιατρικών καταστάσεων.
Η λέξη "paraphagia" δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην καθημερινή γλώσσα και είναι πιο κοινή σε ιατρικά ή ψυχολογικά κείμενα. Εμφανίζεται κυρίως σε γραπτά πλαίσια παρά σε προφορικό λόγο.
"Οι ασθενείς με παραφαγία μπορεί να καταναλώνουν μη τροφίμα αντικείμενα λόγω ψυχολογικών διαταραχών."
"The study focused on the relationship between paraphagia and mental health issues."
"Η μελέτη επικεντρώθηκε στη σχέση μεταξύ παραφαγίας και ψυχικών προβλημάτων."
"Education about paraphagia is important for caregivers."
Η λέξη "paraphagia" δεν είναι συνηθισμένο μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να περιλαμβάνεται σε ιατρικές συζητήσεις ή διαλέξεις σχετικά με διαταραχές διατροφής.
"Ο γιατρός εξήγησε ότι η παραφαγία συχνά περνάει απαρατήρητη σε πολλούς ασθενείς."
"Understanding paraphagia can help in developing better treatment plans."
"Η κατανόηση της παραφαγίας μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη καλύτερων σχεδίων θεραπείας."
"Paraphagia can be a challenging condition for both patients and their families."
Η λέξη "paraphagia" προέρχεται από το ελληνικό "para" (παρά) και "phagein" (φαίνεσθαι), αναφερόμενη σε έναν ασυνήθιστο ή μη φυσιολογικό τρόπο κατανάλωσης τροφής.
Συνώνυμα: - Pica (μια διαταραχή που περιλαμβάνει την κατανάλωση μη τροφίμων.)
Αντώνυμα: - Κανονική διατροφή (normal feeding)
Αυτές οι πληροφορίες παρουσιάζουν μια περιεκτική εικόνα της λέξης "paraphagia" και της χρήσης της.