Parasitical είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌpær.əˈsɪt.ɪ.kəl/
Η λέξη parasitical αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με παρασιτισμό, δηλαδή μια κατάσταση όπου ένας οργανισμός (ο παράσιτος) ζει εις βάρος ενός άλλου οργανισμού (του ξενιστή), συνήθως αποφέροντάς του ζημιά. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και οικολογικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει ανθρώπινες συμπεριφορές ή καταστάσεις. Η χρήση της είναι συχνή και στις δύο προφορικές και γραπτές μορφές λόγου.
Η παρασιτική σχέση μεταξύ του ξενιστή και του παρασίτου συχνά οδηγεί σε μείωση της υγείας του ξενιστή.
Some parasitical organisms can live in the bodies of their hosts for years without causing immediate harm.
Ορισμένα παρασιτικά οργανίδια μπορούν να ζουν στους οργανισμούς των ξενιστών τους για χρόνια χωρίς να προκαλούν άμεση βλάβη.
The author used a parasitical metaphor to describe his protagonist's reliance on others for survival.
Η λέξη parasitical δεν είναι ευρέως παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που αναφέρονται στον παρασιτισμό ή τις εξαρτήσεις που είναι καταστροφικές ή εκμεταλλευτικές.
Ζει έναν παρασιτικό τρόπο ζωής, εξαρτώμενος από τους φίλους του για οικονομική υποστήριξη.
The corporation’s parasitical practices eventually led to its downfall, as it exploited its workers without care.
Οι παρασιτικές πρακτικές της εταιρείας οδήγησαν τελικά στην πτώση της, καθώς εκμεταλλεύτηκε τους εργαζομένους της χωρίς φροντίδα.
In her speech, she referred to those who benefit from others as having a parasitical mentality.
Η λέξη parasitical προέρχεται από τη λατινική λέξη parasitus, που σημαίνει "παρασίτο", και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική λέξη παράσιτος (parásitos), που σημαίνει "αυτός που τρώει δίπλα" (εδώ, αναφέρεται σε κάποιον που ζει από τη συγκατοίκηση ή τις σχέσεις του με άλλους).
Συνώνυμα: - Parasitic - Dependent - Exploitative
Αντώνυμα: - Independent - Self-sufficient - Altruistic