Ρήμα
/pæraˈsɪstəɪlɪk/
Η λέξη "parasystolic" αναφέρεται σε μια κατάσταση που σχετίζεται με μια μορφή καρδιακής αρρυθμίας, όπου μια πρόσθετη συστολή εμφανίζεται παράλληλα με την κανονική καρδιακή συστολή. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά κείμενα και λαμβάνει υπόψη καταστάσεις που σχετίζονται με την καρδιολογία.
Η συχνότητα χρήσης της είναι περιορισμένη και συνήθως εμφανίζεται σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Το ηλεκτροκαρδιογράφημα του ασθενούς έδειξε παρασυστολικούς παλμούς κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Parasystolic activity can sometimes be mistaken for more serious arrhythmias.
Η λέξη "parasystolic" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις όπως:
Η καρδιά του παρουσίασε παρασυστολικό πρότυπο, κάτι που προκάλεσε ανησυχίες στους γιατρούς.
Monitoring for parasystolic rhythms is crucial during cardiac surgeries.
Η λέξη "parasystolic" προέρχεται από το ελληνικό "para" που σημαίνει "παρά" και "systole" που σημαίνει "συστολή". Συνεπώς, αναφέρεται σε μια κατάσταση που συμβαίνει παράλληλα ή επιπλέον σε μια κανονική καρδιακή συστολή.
Συνώνυμα: - Paroxysmal (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Regular (κανονικός) - Normal (κανονικός)