parental authority: φράση (noun phrase)
/ˈpɛrəntəl ɔˈθɔrɪti/
Η φράση "parental authority" αναφέρεται στην εξουσία και στα δικαιώματα που έχουν οι γονείς ή κηδεμόνες απέναντι στα παιδιά τους. Περιλαμβάνει τις νομικές δυνατότητες που έχουν ώστε να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με την ανατροφή και την ευημερία των παιδιών τους. Αυτή η έννοια είναι σημαντική σε οικογενειακά ζητήματα και σε καταστάσεις όπου εμπλέκονται δικαστικές αποφάσεις ή συζητήσεις γύρω από την επιμέλεια.
Χρησιμοποίηση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, κοινωνικά και οικογενειακά πλαίσια και είναι ουσιαστικά πιο κοινή στα γραπτά κείμενα, όπως άρθρα και αναφορές, παρά στον προφορικό λόγο.
Οι γονείς πρέπει να ασκούν τη γονική εξουσία τους υπεύθυνα.
Grandparents may have limited parental authority in some situations.
Η φράση "parental authority" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την ανατροφή και τη φροντίδα των παιδιών. Ορισμένες από αυτές είναι:
Η γονική εξουσία είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της πειθαρχίας στο σπίτι.
Navigating parental authority can be challenging for single parents.
Η πλοήγηση στη γονική εξουσία μπορεί να είναι δύσκολη για τους μονογονείς.
Exercising parental authority involves setting clear boundaries.
Η άσκηση της γονικής εξουσίας περιλαμβάνει την καθορισμένη θέσπιση ορίων.
In many cultures, parental authority is respected and enforced.
Η λέξη "parental" προέρχεται από το λατινικό "parentalis", που σημαίνει "αυτό που σχετίζεται με τους γονείς". Η λέξη "authority" προέρχεται από το λατινικό "auctoritas", που σημαίνει "δύναμη ή εξουσία".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της φράσης "parental authority" και της σημασίας της τόσο σε νομικά όσο και σε κοινωνικά συμφραζόμενα.