Paring plough - ουσιαστικό
/ˈpɛərɪŋ plaʊ/
Ο όρος paring plough αναφέρεται σε ένα είδος εργαλείου ή μηχανήματος που χρησιμοποιείται στη γεωργία για να κόψει ή να αφαιρέσει το επιφανειακό στρώμα του εδάφους. Συνήθως χρησιμοποιείται σε χωράφια όπου οι αγρότες θέλουν να προετοιμάσουν το έδαφος πριν από τη σπορά ή τη φύτευση καλλιεργειών.
Ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά σε ειδικά πλαίσια σχετιζόμενα με τη γεωργία, και λιγότερο σε προφορικό λόγο.
Η χρήση του paring plough είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε αγροτικές ή γεωργικές σχετικές εκδόσεις.
The farmer decided to use a paring plough to prepare the fields for planting.
Ο αγρότης αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια φρέζα κοπής για να προετοιμάσει τα χωράφια για φύτευση.
Using a paring plough can significantly improve soil aeration.
Η χρήση μιας φρέζας κοπής μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αερισμό του εδάφους.
The paring plough left the soil in excellent condition for the upcoming season.
Η φρέζα κοπής άφησε το έδαφος σε εξαιρετική κατάσταση για την επερχόμενη σεζόν.
Αν και το paring plough δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδεθεί με ιδέες που σχετίζονται με την προετοιμασία και τη φροντίδα της γης.
"He knew that a good field starts with the paring plough."
"Ήξερε ότι ένα καλό χωράφι ξεκινά με τη φρέζα κοπής."
"With the paring plough in his hand, he felt ready to tackle any soil problem."
"Με τη φρέζα κοπής στο χέρι του, ένιωθε έτοιμος να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα εδάφους."
"A paring plough often indicates a farmer's commitment to quality."
"Μια φρέζα κοπής συχνά υποδηλώνει τη δέσμευση ενός αγρότη για ποιότητα."
Ο όρος "paring" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "parian", που σημαίνει "αφαίρεση" ή "κοπή", και "plough" από το παλαιό αγγλικό "plōh", που σημαίνει "αρότρου". Έτσι, "paring plough" συνεπάγεται τη διαδικασία της αφαίρεσης του επιφανειακού στρώματος του εδάφους.
Συνώνυμα: - Cultivator - Soil Turner
Αντώνυμα: - Seeder - Non-cultivated field
Αυτή είναι η εκτενής ανάλυση για τον όρο paring plough!