"Parted lips" αποτελεί μια φράση που περιλαμβάνει δύο λέξεις, όπου το "parted" είναι ρήμα (συγκεκριμένα, γενική μορφή του ρήματος "part") και "lips" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό.
/ˈpɑːrtɪd lɪps/
Η φράση "parted lips" αναφέρεται σε χείλη που είναι ανοιχτά ή χωρισμένα. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιοι άνθρωποι ετοιμάζονται να μιλήσουν, παρακολουθούν κάτι με προσοχή, ή επιδεικνύουν έκπληξη ή συναισθηματική ένταση. Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτό κείμενο, αν και συχνά συναντάται περισσότερο σε λογοτεχνικά ή περιγραφικά συμφραζόμενα.
She stood there with parted lips, waiting for him to speak.
(Αυτή στάθηκε εκεί με χωρισμένα χείλη, περιμένοντας να μιλήσει αυτός.)
The actor’s parted lips revealed his surprise at the news.
(Τα χωρισμένα χείλη του ηθοποιού αποκάλυψαν την έκπληξή του στην είδηση.)
As the music played, her parted lips seemed ready to sing along.
(Καθώς η μουσική έπαιζε, τα χωρισμένα χείλη της φαίνονταν έτοιμα να τραγουδήσουν μαζί.)
Η φράση "parted lips" μπορεί να μην είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να σχηματίσει περιγραφικές εκφράσεις στο πλαίσιο λογοτεχνικών κειμένων.
"Her parted lips curled into a smile."
(Τα χωρισμένα χείλη της στράφηκαν σε ένα χαμόγελο.)
"He watched her, captivated by her expression with parted lips."
(Την παρακολουθούσε, μαγευμένος από την έκφρασή της με χωρισμένα χείλη.)
"Parted lips echoed the sound of surprise in the room."
(Τα χωρισμένα χείλη αντήχησαν τον ήχο της έκπληξης στο δωμάτιο.)
Η λέξη "parted" προέρχεται από το παρελθόν του ρήματος "part," το οποίο προέρχεται από τη γαλλική λέξη "partir", που σημαίνει να χωρίζεις. Η λέξη "lips" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "lippa," που σημαίνει χείλος.
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια κατανοητή εικόνα του όρου "parted lips" και τις χρήσεις του σε διάφορα συμφραζόμενα.