partial contingency - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

partial contingency (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό (Noun)

Φωνητική μεταγραφή

/bɑːrtiəl kənˈtɪndʒənsi/

Επιλογές μετάφρασης για τα Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Ο όρος "partial contingency" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή γεγονός που έχει μερική αβεβαιότητα ή εξάρτηση από άλλες καταστάσεις. Χρησιμοποιείται συνήθως σε οικονομικά, στατιστική ή διαχείριση κινδύνου όπου ορισμένοι παράγοντες επηρεάζουν την κατάληξη, αλλά δεν είναι πλήρως καθοριστικοί.

Στη γλώσσα των Αγγλικών, αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιείται σε θεωρητικά πλαίσια, όπως στην αξιολόγηση κινδύνου ή στον σχεδιασμό έργων. Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται συχνά σε γραπτό πλαίσιο λόγω της τεχνικής τους φύσης.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The project's success depends on several factors, which makes it a partial contingency.
    Η επιτυχία του έργου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, γεγονός που το καθιστά μια μερική αβεβαιότητα.

  2. We need to prepare for partial contingencies during our planning.
    Πρέπει να προετοιμαστείμε για μερικές αβεβαιότητες κατά τον σχεδιασμό μας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "partial contingency" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην καθομιλουμένη Αγγλικά. Ωστόσο, συχνά χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα πλαίσια που σχετίζονται με τον κίνδυνο και τη διοίκηση έργων. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που την περιλαμβάνουν:

  1. In risk management, we often have to account for partial contingencies when forecasting.
    Στη διαχείριση κινδύνου, συχνά πρέπει να λογαριάσουμε τις μερικές αβεβαιότητες κατά τις προβλέψεις.

  2. The report highlighted the importance of understanding partial contingencies in financial planning.
    Η έκθεση ανέδειξε τη σημασία της κατανόησης των μερικών αβεβαιοτήτων στον οικονομικό προγραμματισμό.

  3. When creating a budget, it's essential to include partial contingencies to cover unexpected costs.
    Κατά την κατάρτιση προϋπολογισμού, είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται μερικές αβεβαιότητες για την κάλυψη απρόβλεπτων εξόδων.

Ετυμολογία της λέξης

Ο όρος "partial" προέρχεται από τη λατινική λέξη "partialis," που σημαίνει "μερικός." Η λέξη "contingency" προέρχεται από τη λατινική λέξη "contingens," που σημαίνει "αυτό που συμβαίνει" ή "το γεγονός που ενδέχεται να συμβεί." Στην αγγλική γλώσσα, η σύνθεση των δύο όρων δείχνει την έννοια μιας μισής ή ασυνεπούς κατάστασης που επηρεάζεται από άλλες μεταβλητές.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Conditional chance - Uncertainty - Partial risk

Αντώνυμα: - Certainty - Complete assurance - Direct outcome



25-07-2024