Ο όρος "partial difference" αναφέρεται σε μια διαφορά που δεν αφορά το σύνολο ή τη συνολική αλληλεπίδραση, αλλά μόνο σε ένα μέρος ή τμήμα μιας κατάστασης, συνθήκης ή σύνολου. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά και στατιστική, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε άλλες επιστημονικές και τεχνικές αναλύσεις. Η χρήση του "partial difference" είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ακαδημαϊκές εργασίες ή τεχνικές αναφορές.
Η μερική διαφορά μεταξύ των δύο μετρήσεων ήταν σημαντική.
To find the partial difference, we must only consider specific variables.
Για να βρούμε τη μερική διαφορά, πρέπει να εξετάσουμε μόνο συγκεκριμένες μεταβλητές.
In calculus, the concept of partial difference plays an important role in optimization.
Ο όρος "partial difference" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν κάποιες καταστάσεις όπου μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένα μέρη ή σχέσεις:
Η αναφορά εστιάζει στη μερική διαφορά στα επίπεδα απόδοσης μεταξύ των ομάδων.
Understanding the partial difference in context is crucial for accurate analysis.
Η κατανόηση της μερικής διαφοράς στο συμφραζόμενο είναι κρίσιμη για ακριβή ανάλυση.
Researchers often highlight the partial difference in results to support their hypotheses.
Ο όρος "partial difference" προέρχεται από τη λέξη "partial", που προέρχεται από το λατινικό "partialis", που σημαίνει "μέρος", και τη λέξη "difference", από το λατινικό "differentia", που σημαίνει "διαφορετικότητα" ή "διαφορά".
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον όρο "partial difference".