Ουσιαστικό
/ˈpɑːrʧəl ɡeɪm/
Ο όρος "partial game" αναφέρεται σε ένα παιχνίδι ή μια αγωνιστική κατάσταση που δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πλαίσια παιχνιδιών στρατηγικής ή θεωρίας παιγνίων, όπου οι αποφάσεις ή οι στρατηγικές αφορούν μόνο ένα μέρος της συνολικής διαδικασίας του παιχνιδιού. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά στον τομέα των μαθηματικών, των οικονομικών και των στρατηγικών παιχνιδιών.
Οι παίκτες συμμετείχαν σε ένα μερικό παιχνίδι όπου μόνο το μισό των στρατηγικών ήταν διαθέσιμο.
In a partial game, you might not have all the information necessary to make the best decision.
Σε ένα ημιτελές παιχνίδι, ίσως να μην έχετε όλες τις πληροφορίες που χρειάζεστε για να πάρετε την καλύτερη απόφαση.
The concept of a partial game helps in analyzing incomplete information scenarios.
Ο όρος "partial game" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Σε ένα μερικό παιχνίδι, ο νικητής δεν είναι πάντα αυτός που παίζει καλύτερα.
"Consider the implications of a partial game before making a final decision."
Η λέξη "partial" προέρχεται από το λατινικό "partialis", που σημαίνει "μέρος" ή "μερικός", και η λέξη "game" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "gamen", που σημαίνει "παιχνίδι" ή "διασκέδαση".
Συνώνυμα: - incomplete game (ημιτελές παιχνίδι) - unfinished game (ατελές παιχνίδι)
Αντώνυμα: - complete game (πλήρες παιχνίδι) - finished game (ολοκληρωμένο παιχνίδι)