Η φράση "partially confounded interaction" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈpɑːrʃəli kənˈfaʊndɪd ɪn.təˈræk.ʃən/
Η φράση "partially confounded interaction" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου οι επιδράσεις δυο ή περισσότερων μεταβλητών αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά υπάρχουν και άλλες παράγοντες που συγχέουν ή επηρεάζουν αυτήν την αλληλεπίδραση, καθιστώντας δύσκολη την απομόνωση των ακριβών εφέ. Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιστική ανάλυση, σχεδίαση πειραμάτων και έρευνα. Η φράση είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο ερευνητής βρήκε μια μερικώς συγχυσμένη αλληλεπίδραση μεταξύ ηλικίας και διατροφής στη μελέτη.
Understanding the partially confounded interaction is crucial for accurate results.
Τα αποτελέσματα ήταν δύσκολα να ερμηνευτούν λόγω της μερικώς συγχυσμένης αλληλεπίδρασης.
To resolve the partially confounded interaction, additional variables need to be controlled.
Για να επιλυθεί η μερικώς συγχυσμένη αλληλεπίδραση, πρέπει να ελέγχονται πρόσθετες μεταβλητές.
Researchers often struggle with partially confounded interactions in complex datasets.
Η λέξη "partially" προέρχεται από το λατινικό "partialis", το οποίο σημαίνει "μέρος". Η λέξη "confounded" προέρχεται από το μεσαιωνικό γαλλικό "confondre" και σημαίνει "ανακατεύω", ενώ η λέξη "interaction" προέρχεται από το λατινικό "interactio", που σημαίνει "αλληλεπίδραση".
Συνώνυμα: - Partially obscured relationship - Ambiguous interaction
Αντώνυμα: - Clear interaction - Fully defined relationship