Επίθετο (Adjective)
/ˈpɑːrʃəlli ˈɔːrdərəbəl/
Ο όρος "partially orderable" αναφέρεται σε συνόλους ή δομές στα μαθηματικά και την υπολογιστική επιστήμη όπου μερικά στοιχεία μπορούν να ταξινομηθούν ή να τοποθετηθούν σε μια σειρά, αλλά όχι όλα. Χρησιμοποιείται συχνά σε θέματα σχετικών με την θεωρία των συνόλων, τη γραφική θεωρία και τους αλγόριθμους. Αν και η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε γραπτό και προφορικό λόγο, συλλογές εργασιών και ακαδημαϊκά άρθρα είναι πιο συνηθισμένα στο γραπτό πλαίσιο.
Το σύνολο των αντικειμένων είναι μερικώς ταξινομήσιμο με βάση το μέγεθος και το βάρος.
In mathematics, a partially orderable set allows for comparisons between some elements but not all.
Στα μαθηματικά, ένα μερικώς ταξινομήσιμο σύνολο επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ μερικών στοιχείων αλλά όχι όλων.
The data structure is designed to handle partially orderable elements efficiently.
Ο όρος "partially orderable" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορούμε να προτείνουμε κάποιες προτάσεις που τον περιλαμβάνουν:
Όταν οργανώνετε εργασίες, σκεφτείτε ποιες είναι μερικώς διατάξιμες για να διαχειριστείτε αποτελεσματικά τον χρόνο.
In a partially orderable system, some priorities may shift over time.
Σε ένα μερικώς ταξινομήσιμο σύστημα, κάποιες προτεραιότητες μπορεί να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου.
The research shows that a partially orderable list is easier to optimize.
Ο όρος "partially" προέρχεται από τη λέξη "partial," η οποία σημαίνει "μερικός," με την προσθήκη του επιθέτου "able," που σημαίνει "ικανός," προκειμένου να δηλώσει κάτι που μπορεί να συμβεί ή να εκτελεστεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Συνώνυμα: - Μερικώς τακτοποιήσιμος - Μερικώς οργανωμένος
Αντώνυμα: - Τελείως τακτοποιήσιμος - Μη ταξινομήσιμος
Αυτός ο οδηγός παρέχει μια αναλυτική θεώρηση της φράσης "partially orderable," εστιάζοντας στη σημασία, τη χρήση και τις γλωσσικές συνδέσεις της.