Ρήμα
/pɑːrˈtɪsɪpeɪt/
Η λέξη "participate" σημαίνει να παίρνεις μέρος ή να συμμετέχεις σε κάποια δραστηριότητα, γεγονός ή συζήτηση. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε επίσημο ή ακαδημαϊκό πλαίσιο.
I want to participate in the charity event next week.
Θέλω να συμμετάσχω στην εκδήλωση φιλανθρωπίας την επόμενη εβδομάδα.
Students are encouraged to participate in class discussions.
Οι μαθητές ενθαρρύνονται να συμμετέχουν στις συζητήσεις στην τάξη.
You can choose to participate or not in the survey.
Μπορείς να επιλέξεις αν θα συμμετάσχεις ή όχι στην έρευνα.
Η λέξη "participate" είναι συχνά ενσωματωμένη σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
To actively participate in discussions
Να συμμετέχεις ενεργά σε συζητήσεις.
It's important to actively participate in discussions during meetings.
Είναι σημαντικό να συμμετέχεις ενεργά στις συζητήσεις κατά τη διάρκεια των συναντήσεων.
To participate fully
Να συμμετέχεις πλήρως.
The aim is to participate fully in the program offered.
Ο στόχος είναι να συμμετάσχεις πλήρως στο πρόγραμμα που προσφέρεται.
To encourage others to participate
Να ενθαρρύνετε άλλους να συμμετάσχουν.
Teachers often encourage others to participate in group activities.
Οι δάσκαλοι συχνά ενθαρρύνουν άλλους να συμμετάσχουν σε ομαδικές δραστηριότητες.
To participate in a competition
Να συμμετάσχεις σε έναν διαγωνισμό.
Many students wish to participate in the science competition.
Πολλοί μαθητές επιθυμούν να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό επιστήμης.
To get people to participate
Να κάνεις τους ανθρώπους να συμμετάσχουν.
The organizers worked hard to get people to participate in the event.
Οι διοργανωτές δούλεψαν σκληρά για να κάνουν τους ανθρώπους να συμμετάσχουν στην εκδήλωση.
Η λέξη "participate" προέρχεται από το Λατινικό "participare", που σημαίνει "να μοιράζομαι" ή "να παίρνω μέρος", με στοιχεία "part" (μέρος) και "capere" (παίρνω).
Συνώνυμα: - Engage - Join - Take part
Αντώνυμα: - Withdraw - Abstain - Avoid