Ο όρος "parts density" συνδυάζει δύο λέξεις που χρησιμοποιούνται κυρίως ως ουσιαστικά.
/ˈpɑrts ˈdɛn.sɪ.ti/
Ο όρος "parts density" αναφέρεται στην πυκνότητα αριθμού ή βάρους των μερών σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή όγκο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια, όπως η μηχανική και η φυσική, για να περιγράψει το πώς τα διάφορα μέρη ενός αντικειμένου ή υλικού κατανέμονται σε έναν δεδομένο χώρο.
Η συχνότητα χρήσης του όρου "parts density" είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο, οι επιστήμονες ή οι μηχανικοί μπορεί να το χρησιμοποιούν όταν συζητούν συγκεκριμένα ζητήματα σχετικά με τη δομή ή τη σύνθεση ενός υλικού ή μία διαδικασία παραγωγής.
Η πυκνότητα μερών σε αυτό το υλικό εξασφαλίζει την ανθεκτικότητά του.
Engineers need to consider parts density when designing complex systems.
Οι μηχανικοί πρέπει να λάβουν υπόψη την πυκνότητα μερών κατά το σχεδιασμό πολύπλοκων συστημάτων.
High parts density can affect the performance of the machinery.
Ο όρος "parts density" δεν είναι ευρέως διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να σχετίζεται μαζί του μερικές τεχνικές εκφράσεις:
"Η πυκνότητα μερών είναι κρίσιμη για την βελτιστοποίηση της κατανομής του βάρους."
"A thorough analysis of parts density can lead to better designs."
"Μια λεπτομερής ανάλυση της πυκνότητας μερών μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερους σχεδιασμούς."
"To improve efficiency, we must evaluate parts density in our prototypes."
Ο όρος "parts" προέρχεται από τη λατινική λέξη "partes," που σημαίνει "μέρη," ενώ η λέξη "density" προέρχεται από τα λατινικά "densus," που σημαίνει "παχυλός ή πυκνός".
Συνώνυμα: - Concentration of parts - Component density
Αντώνυμα: - Parts sparsity - Low parts density
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων σχετίζεται με συγκεκριμένες τεχνικές και επιστημονικές έννοιες.