parure (ουσιαστικό).
/pəˈrʊə/
Η λέξη "parure" αναφέρεται σε ένα σύνολο κοσμημάτων που σχεδιάστηκαν για να φοριούνται μαζί. Συνήθως περιλαμβάνει διάφορα κομμάτια όπως σκουλαρίκια, κολιέ, βραχιόλια και δαχτυλίδια που συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα σχετικά με την κοσμηματολογία ή την ιστορία της μόδας.
Φόρεσε ένα εντυπωσιακό παρούρε στην επίσημη εκδήλωση.
The antique store specializes in selling exquisite parures.
Η λέξη "parure" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, η αφηρημένη έννοια της λέξης μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις σχετικά με τη μόδα και τα κοσμήματα.
"Ολοκλήρωσε την εμφάνισή της με ένα όμορφο παρούρε."
"A parure can elevate any outfit to the next level."
"Ένα παρούρε μπορεί να ανυψώσει οποιαδήποτε εμφάνιση στο επόμενο επίπεδο."
"Her parure told a story of elegance and grace."
Η λέξη "parure" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "parure", που σημαίνει "εξόδιος" ή "διακόσμηση". Το ρίζωμα της λέξης μπορεί να ανιχνευθεί στο λατινικό "parare", το οποίο σημαίνει "να προετοιμάσω".
Συνώνυμα: - Σκοσμήματα - Ενοποιημένο σύνολο κοσμημάτων
Αντώνυμα: - Μεμονωμένο κομμάτι - Απλό κομμάτι κοσμήματος
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ευρεία εικόνα για τη λέξη "parure" και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.