pass laws - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pass laws (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "pass laws" αποτελεί ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/pæs lɔːz/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "pass laws" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια κυβέρνηση ή ένα νομοθετικό σώμα εγκρίνει επίσημα έναν κανόνα ή νόμο. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο πολιτικών διαδικασιών και μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορα επίπεδα κυβερνητικής εξουσίας. Είναι συχνά διαδεδομένη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιστεύεται ότι έχει ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στην πολιτική συζήτηση και στα μέσα ενημέρωσης.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The government decided to pass laws to protect the environment.
    Η κυβέρνηση αποφάσισε να ψηφίσει νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος.

  2. It is essential for lawmakers to pass laws that reflect the needs of the community.
    Είναι απαραίτητο για τους νομοθέτες να ψηφίσουν νόμους που να αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες της κοινότητας.

  3. After much debate, the assembly was finally able to pass laws regarding healthcare reform.
    Μετά από πολλές συζητήσεις, η συνέλευση μπόρεσε τελικά να ψηφίσει νόμους σχετικά με τη μεταρρύθμιση της υγειονομικής περίθαλψης.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "pass laws" δεν χρησιμοποιείται ως μέρος αρκετών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά εντούτοις σχετίζεται με κάποιες εκφράσεις που αφορούν την πολιτική και τη νομοθεσία:

  1. To pass laws with flying colors.
    Η διαδικασία ψηφοφορίας για έναν νόμο ολοκληρώθηκε με μεγάλη επιτυχία.
    "The new education bill passed laws with flying colors, receiving overwhelming support from both parties."

Ο νέος νόμος για την εκπαίδευση ψηφίστηκε με μεγάλη επιτυχία, λαμβάνοντας συντριπτική υποστήριξη από τα δύο κόμματα.

  1. To pass laws by a narrow margin.
    Οι νόμοι εγκρίθηκαν με μικρή πλειοψηφία.
    "The budget cuts were passed laws by a narrow margin, causing some controversy among citizens."

Οι περικοπές του προϋπολογισμού ψηφίστηκαν με μικρή πλειοψηφία, προκαλώντας κάποια αμφιβολία μεταξύ των πολιτών.

  1. To pass laws that go into effect immediately.
    Να ψηφίσω νόμους που τίθενται σε εφαρμογή αμέσως.
    "In response to the crisis, the government quickly passed laws that go into effect immediately."

Σε αντίκτυπο της κρίσης, η κυβέρνηση ψήφισε γρήγορα νόμους που τίθενται σε εφαρμογή αμέσως.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "pass" προέρχεται από τη λατινική λέξη "passare", που σημαίνει "να περνάς" ή "να επιτρέπεις", και "laws" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "agan", αναφερόμενη σε κανόνες ή κανονισμούς.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Enact laws (θεσπίζω νόμους) - Adopt laws (υιοθετώ νόμους)

Αντώνυμα: - Repeal laws (ανακαλώ νόμους) - Abolish laws (καταργώ νόμους)



25-07-2024