Η φράση "pass laws" αποτελεί ρήμα.
/pæs lɔːz/
Η φράση "pass laws" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια κυβέρνηση ή ένα νομοθετικό σώμα εγκρίνει επίσημα έναν κανόνα ή νόμο. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο πολιτικών διαδικασιών και μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορα επίπεδα κυβερνητικής εξουσίας. Είναι συχνά διαδεδομένη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιστεύεται ότι έχει ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στην πολιτική συζήτηση και στα μέσα ενημέρωσης.
The government decided to pass laws to protect the environment.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να ψηφίσει νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος.
It is essential for lawmakers to pass laws that reflect the needs of the community.
Είναι απαραίτητο για τους νομοθέτες να ψηφίσουν νόμους που να αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες της κοινότητας.
After much debate, the assembly was finally able to pass laws regarding healthcare reform.
Μετά από πολλές συζητήσεις, η συνέλευση μπόρεσε τελικά να ψηφίσει νόμους σχετικά με τη μεταρρύθμιση της υγειονομικής περίθαλψης.
Η φράση "pass laws" δεν χρησιμοποιείται ως μέρος αρκετών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά εντούτοις σχετίζεται με κάποιες εκφράσεις που αφορούν την πολιτική και τη νομοθεσία:
Ο νέος νόμος για την εκπαίδευση ψηφίστηκε με μεγάλη επιτυχία, λαμβάνοντας συντριπτική υποστήριξη από τα δύο κόμματα.
Οι περικοπές του προϋπολογισμού ψηφίστηκαν με μικρή πλειοψηφία, προκαλώντας κάποια αμφιβολία μεταξύ των πολιτών.
Σε αντίκτυπο της κρίσης, η κυβέρνηση ψήφισε γρήγορα νόμους που τίθενται σε εφαρμογή αμέσως.
Η λέξη "pass" προέρχεται από τη λατινική λέξη "passare", που σημαίνει "να περνάς" ή "να επιτρέπεις", και "laws" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "agan", αναφερόμενη σε κανόνες ή κανονισμούς.
Συνώνυμα: - Enact laws (θεσπίζω νόμους) - Adopt laws (υιοθετώ νόμους)
Αντώνυμα: - Repeal laws (ανακαλώ νόμους) - Abolish laws (καταργώ νόμους)