Το "passim" είναι επίρρημα.
/pæˈsɪm/
Η λέξη "passim" χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά και νομικά κείμενα για να δηλώσει ότι μια πληροφορία ή μια αναφορά αναφέρεται σε διασπορά ή σε πολλές θέσεις εντός ενός κειμένου. Συνήθως χρησιμοποιείται για να επισημάνει ότι μια συγκεκριμένη πληροφόρηση μπορεί να βρεθεί σε διάφορες σελίδες ή μέρη του έργου χωρίς να χρειάζεται να καθοριστεί ακριβής θέση.
Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά κείμενα, βιβλία και νομικές αναφορές.
Η θεωρία συζητείται κατά τόπους στα προηγούμενα έργα του συγγραφέα.
Several cases present similar arguments passim throughout the document.
Η λέξη "passim" δεν είναι ευρέως ενσωματωμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες ακαδημαϊκές εκφράσεις για να δηλώσει τη διάσπαρτη αναφορά. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα χρήσης:
Ο συγγραφέας αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα διάσπαρτα, απεικονίζοντας την επίδρασή τους στη σύγχρονη κοινωνία.
In legal documents, the term is frequently found passim, highlighting its relevance.
Σε νομικά έγγραφα, ο όρος συχνά βρίσκεται κατά τόπους, υπογραμμίζοντας τη σημασία του.
The themes of loss and redemption appear passim in the novel, adding depth to the narrative.
Η λέξη "passim" προέρχεται από τη λατινική γλώσσα και σημαίνει "κατά τόπους" ή "σε πολλές θέσεις" (που σχετίζεται με την προφορά και την χρήση της σε ακαδημαϊκά και νομικά συμφραζόμενα).
Συνώνυμα: κατά τόπους, διάσπαρτα
Αντώνυμα: συγκεκριμένα, σε μια θέση