Το "passing point" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/pæsɪŋ pɔɪnt/
Ο όρος "passing point" αναφέρεται συνήθως σε ένα σημείο όπου κάποιος ή κάτι περνάει ή ξεπερνά μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια όπως αθλητισμός, οδήγηση ή αναφορά σε ευρύτερες έννοιες που αφορούν σταδιοδρομία ή προσωπική πρόοδο.
Η συχνότητα χρήσης του "passing point" είναι μέτρια, με πιο συχνές εμφανίσεις σε τεχνικά ή επαγγελματικά πλαίσια και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
The athlete reached the passing point before the final lap.
(Ο αθλητής έφτασε το σημείο διέλευσης πριν από τον τελευταίο γύρο.)
In the interview, she mentioned a passing point in her career that changed everything.
(Στην συνέντευξη, ανέφερε ένα σημείο υπέρβασης στην καριέρα της που άλλαξε τα πάντα.)
The passing point for this test is 75%.
(Το σημείο διέλευσης για αυτή τη δοκιμασία είναι το 75%.)
Η φράση "passing point" δεν είναι συχνά χρήση σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να περιληφθεί σε κάποιες φράσεις που αναφέρονται σε κρίσιμα σημεία. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
At the passing point of life, one must make important decisions.
(Στο σημείο διέλευσης της ζωής, κάποιος πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις.)
Reaching a passing point in negotiations is essential for progress.
(Η επίτευξη ενός σημείου διέλευσης στις διαπραγματεύσεις είναι ουσιώδης για την πρόοδο.)
The passing point between childhood and adulthood is often blurred.
(Το σημείο διέλευσης μεταξύ παιδικής ηλικίας και ενηλικότητας είναι συχνά θολό.)
Η φράση "passing point" προκύπτει από τη συνδυασμένη χρήση του ρήματος "pass" (περνάω) και του ουσιαστικού "point" (σημείο). Ο όρος συνδυάζει τις έννοιες της διέλευσης και της καθορισμένης θέσης.
Αυτή η ανάλυση του όρου "passing point" παρέχει μια συνολική εικόνα για την κατανόηση και τη χρήση της φράσης στην αγγλική γλώσσα.