Pastime
είναι ουσιαστικό.
/pæstaɪm/
Η λέξη pastime
αναφέρεται σε δραστηριότητες που γίνονται για ψυχαγωγία ή ευχαρίστηση, συχνά κατά τον ελεύθερο χρόνο. Χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στο γραπτό λόγω της πιο επίσημης χροιάς της. Η συχνότητά της δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή, αλλά εμφανίζεται σε κείμενα που αναφέρονται σε χόμπι και ελεύθερο χρόνο.
Η ανάγνωση είναι το αγαπημένο μου χόμπι.
Gardening can be a relaxing pastime.
Η λέξη pastime
μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με ψυχαγωγικές δραστηριότητες:
Ένα κοινό χόμπι μεταξύ φίλων είναι η παίζει επιτραπέζια παιχνίδια.
Watching movies is a popular pastime in the evenings.
Η παρακολούθηση ταινιών είναι μια δημοφιλής διασκέδαση τα βράδια.
Many people take up knitting as a pastime.
Πολλοί άνθρωποι ασχολούνται με το πλέξιμο σαν χόμπι.
Fishing has been a favorite pastime for centuries.
Η αλιεία είναι ένα αγαπημένο χόμπι εδώ και αιώνες.
Traveling is a thrilling pastime that broadens horizons.
Η λέξη pastime
προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων past
(παρελθόν) και time
(χρόνος), ουσιαστικά σημαίνοντας «χρόνος που περνάει στο παρελθόν» και η οποία αναφέρεται σε δραστηριότητες που κάποιος επιλέγει να κάνει για να γεμίσει το χρόνο του.
Συνώνυμα: - Hobby (χόμπι) - Leisure activity (δραστηριότητα αναψυχής)
Αντώνυμα: - Work (εργασία) - Overtime (υπερωρίες)