Το "patrocinate" είναι ρήμα.
/pəˈtrɒs.ɪ.neɪt/
Το "patrocinate" αναφέρεται στην πράξη της υποστήριξης ή χρηματοδότησης ενός έργου, μιας εκδήλωσης ή ενός ατόμου, συνήθως από κάποιον που έχει οικονομική ευχέρεια. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα όπως ο αθλητισμός, η τέχνη και οι φιλανθρωπικές οργανώσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, με περισσότερη εμφάνιση στο γραπτό κείμενο, όπως σε εμπορικές και νομικές συμφωνίες.
Η εταιρεία αποφάσισε να χορηγήσει τοπικές εκδηλώσεις για να αυξήσει την ορατότητά της.
Many celebrities patrocinate charities to help those in need.
Πολλές διασημότητες υποστηρίζουν φιλανθρωπίες για να βοηθήσουν τους έχοντες ανάγκη.
He was honored to patrocinate the youth sports league.
Η λέξη "patrocinate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να γίνει μέρος διαλόγων που αφορούν χορηγίες ή υποστήριξη. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Αποφάσισαν να χορηγήσουν το φεστιβάλ τέχνης.
"To gain attention, they patrocinate various local personalities."
Για να αποκτήσουν προσοχή, χορηγούν διάφορες τοπικές προσωπικότητες.
"Many companies patrocinate teams to boost their brand image."
Η λέξη "patrocinate" προέρχεται από το λατινικό "patrocinium", που σημαίνει "υποστήριξη" ή "χορηγία". Σημασιολογικά, συνδέεται με την έννοια της προστασίας ή φροντίδας για κάποιον ή κάτι.
Με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω ότι έχετε μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "patrocinate".